Κυριακή ξημερώματα στο Λυκαβηττό.

Ήμουν βοηθός σκηνοθέτη τότε.

Ήθελα πάντα να έρχομαι στις παραστάσεις σου. Στην πρώτη σου παράσταση ήρθα τυχαία, μου είχε πει ένα φίλος σκηνοθέτης για μια νέα ομάδα και είπα πάμε. Σκέφτηκα πως το χειρότερο σενάριο ήταν να βαρεθώ, ούτως ή άλλως δε θα ήταν η πρώτη φορά και θα ήταν καλύτερα από το να κάτσω σπίτι και να σαπίσω. Το καλύτερο σενάριο θα ήταν να βρω νέους ηθοποιούς και τότε χαμογέλασα. Λες;

Λέω λοιπόν ότι ήταν από τις καλύτερες παραστάσεις που είχα δει εκείνη τη χρονιά. Νέα ομάδα με πάθος για τη σκηνή που νόμιζες ότι δε θα φύγουν το βράδυ. Ένιωθες ότι ζουν εκεί. Άθελα σου ταυτιζόσουν μαζί τους και γινόσουν κομμάτι του πόνου, της χαράς και της αγκαλιάς τους. Δάκρυσα. Οφείλω να το παραδεχτώ. Πολύ δυνατή η τελευταία σκηνή. Με συνεπήρε. Βαδίσαμε χέρι- χέρι με τη συγκίνηση που μόνο ένα δάκρυ μπορούσε να λυτρώσει εκείνη τη στιγμή. Το θυμάμαι σα να έγινε το προηγούμενο λεπτό. Θυμάμαι κι εσένα πάνω στη σκηνή που με μάγεψες μόλις βγήκες. Αναρωτιόμουν αν έχω νιώσει ποτέ για μια άγνωστη όπως ένιωσα για εσένα. Δεν είχα νιώσει. Περίεργο να ανακαλύπτεις ότι δεν έχεις νιώσει ποτέ το ίδιο συναίσθημα. Τελείωσε η παράσταση και σε γνώρισα με ένα γεια, με ένα συγχαρητήρια πολλά και τα μάτια μου δακρυσμένα.

-Γεια σου, εγώ είμαι ο Μίλτος! Πολλά συγχαρητήρια!

-Χάρηκα εγώ είμαι η Βιολέτα! Να υποθέσω ότι σας άρεσε…

-Το υποθέτεις ή βλέπεις τα μάτια μου;

Δεν απάντησες, αλλά μου χαμογέλασες τόσο γλυκά λες και σου έκανα δώρο-έκπληξη.  Λάτρεψα αυτή σου την παιδική αντίδραση στο αναπάντεχο.

-Ευχαριστούμε που ήρθατε και συγκινηθήκατε!

-Πολύ τυπικό να πω ότι ευχαριστούμε για την παράσταση και γι’ αυτό θα πω: Συγκινείστε και άλλους!

Πάλι μου χαμογέλασες. Ήθελα να σου πω να σταματήσεις να μου χαμογελάς γιατί δεν ήξερα πως να το διαχειριστώ.

Ξαφνικά είναι σα να βρέθηκα στο προαύλιο του νηπιαγωγείο που είχα πει σε ένα κορίτσι:

-Θέλεις να τα φτιάξουμε;

Έτσι μου είχε πει ο αδερφός μου πως ρωτάνε τα κορίτσια για να γίνουν ζευγάρι. Η τότε αγαπημένη Μαρία μου είχε πει:

-Μα τα φτιάξαμε!

Δεν εννοούσε αυτό που εννοούσε ο αδερφός μου, αλλά ότι είχαμε φτιάξει τα βουναλάκια από άμμο για να ρίξουμε το νερό. Μετά από αυτή την απάντηση δεν είπα τίποτα και δε ρώτησα ποτέ ξανά.

Αυτή ακριβώς την αμηχανία ένιωθα κάθε φορά που μου χαμογελούσες. Δεν ήξερα τι να πω και τα μάτια σου τα κοίταζα σπάνια. Είχαμε φύγει και σκεφτόμουν, άραγε τι κάνουν οι άλλοι τέτοιες στιγμές! Είπαμε καληνύχτα.

Επέστρεψα στο σπίτι και το ψαχτίρι μου είπε όλα όσα δε γνώριζα για εσένα και όσα δεν είπαμε ποτέ. Follow την ομάδα, add όλη την ομάδα και εσένα φυσικά για το ξεκάρφωμα. Εννοείται attend στις επόμενες παραστάσεις που ντράπηκα και δεν ήρθα ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό που ζούμε σε αυτή την εποχή που απλά με δύο λέξεις βρίσκεις τα πάντα  για όποιον σε ενδιαφέρει. Μεγάλη ανακάλυψη το ψαχτίρι! Πέρασε καιρός και είδα ότι πήγες Αμερική για μια εκπαίδευση.

Έφτασε Δεκέμβρης και το notification ” η Βιολέτα σας προσκάλεσε στη παράσταση… ” τα υπόλοιπα δε τα διάβασα απλά είπα ναι και ήταν ναι.  Είχε περάσει κιόλας ένας χρόνος που είχα έρθει τυχαία στην παράσταση σου. Λίγα πράγματα άλλαξαν πάνω σου μετά από ένα χρόνο. Λίγο τα μαλλιά σου πιο κοντά και ίσως  αδυνατισμένη. Τα μάτια σου ίδια. Το χαμόγελο σου  ίδιο. Πόση οικειότητα με αυτό το άγνωστο βλέμμα που χάνεσαι μέσα του και απλά νιώθεις όμορφα. Όμορφα και τόσο οικεία. Σαν η αγκαλιά του να είναι η κάθε καλημέρα και καληνύχτα σου, ενώ ποτέ δεν έχεις την αγκαλιά αυτή. Παράξενα πράγματα. Τελείωσε η παράσταση και ήρθα στα καμαρίνια. Μου επέβαλα μεγάλη πίεση για να έρθω. Μεγάλο βήμα. Θα έπρεπε να υπάρχει ένας οδηγός διαχείρισης αυτών των καταστάσεων.  Ένας οδηγός που θα σου λέει τι θα πεις, τι θα κάνει και πως να διαχειριστές συναισθήματα που δεν ξέρεις. Πήγα στα καμαρίνια χωρίς οδηγό. Χάρηκες που με είδες. Μου χαμογέλασες και με αγκαλιάσεις τόσο γλυκά και αυθόρμητα.

-Καλώς τον!

-Είπα ότι θα έρθω και ήρθα!

-Πολύ χάρηκα που ήρθες!

-Για εσένα ήρθα!

Ήταν ότι πιο αυθόρμητο, έχω πει στη ζωή μου. Πάντα φοβόμουν τον αυθορμητισμό μου. Οφείλω, όμως, να παραδεχτώ ότι ένιωσα μια ανακούφιση και μια γαλήνη. Άλλο ένα συναίσθημα που ένιωσα για πρώτη φορά.

-Σε ευχαριστώ πολύ! Τιμή μου!

Έτσι μου είπες όταν από το πουθενά πετάχτηκε μια φίλη σου που φάνηκε ότι είχε να σε δει καιρό και σε άρπαξε με βίαιη αγάπη απ’ όλους μας. Έφυγα δεν ήξερα τι να κάνω. Σε κοίταξα, σου έγνεψα γεια και έφυγα. Μέχρι να φτάσω σπίτι έλεγα πόσο κότα είμαι που δεν έκατσα να σε περιμένω, να σε δω μετά, ίσως να βγαίναμε για ένα ποτό. Στα ίσως όμως δε ζεις. Έφτασα σπίτι και κοιμήθηκα παρέα με τα αν μου. Αν καθόμουν θα γινόταν αυτό… Μπορεί και αυτό… Ίσως και αυτό… Πολλές σκέψεις για το βράδυ που ξημέρωσε και δε το πήρα χαμπάρι. Την επόμενη μέρα πήρα τον Νικόλα και ήρθαμε ξανά στη παράσταση. Τελείωσε η παράσταση και ήρθα στα καμαρίνια με λιγότερη πίεση.

-Καλώς τον!

-Σε ευχαριστώ πολύ που ήρθες ξανά!

-Ήθελε πολύ να δει την παράσταση και ο Νικόλας!

Πιο χαζή δικαιολογία δεν μπορούσα να σκεφτώ. Μπράβο μου.

-Θέλετε να έρθετε μαζί μας για ποτό;

-Ναι! είπα πριν καν τελειώσει η ερωτηση.

Ο Νικόλας είναι φίλος. Κατάλαβε.

-Παιδιά εγώ πρέπει να φύγω, αύριο έχω γύρισμα στις 5 το πρωί, ήδη έχω αργήσει τα όνειρα μου για σήμερα!

Γελάσαμε και αρχίζαμε κατηφορίζουμε όλοι μαζί με το θίασο σε ένα μπαράκι εκεί δίπλα. Τι βράδυ εκείνο! Πάλι ξημέρωμα έφτασε, αλλά ήμασταν παρέα. Καταλήξαμε να μιλάμε οι δύο μας στην πλατεία στο Μοναστηράκι με την ανατολή του ήλιου με γάλα κακάο και κρουασάν βουτύρου που ζέστανε τα χέρια μας γιατί μόλις είχε  βγει από το φούρνο. Ό,τι και να λέμε το φαγητό είναι απόλαυση και ειδικά αυτό το πρωινό ξημερώματα. Ήρθε η ώρα να  πάρουμε το μέτρο για σπίτι. Τέτοιες στιγμές απορώ γιατί δεν κατεβαίνω κέντρο με το αμάξι. Σε πήγα στον ηλεκτρικό, να σε συνοδεύσω. Μπήκες στο βαγόνι και λίγο  πριν κλείσουν οι πόρτες φώναξα:

-Για εσένα ήρθα!

Δεν το άκουσες, γι’ αυτό το είπα. Σήμερα το ξημέρωμα κοιμήθηκα σαν πουλάκι. Καμία σκέψη για ίσως και αν. Σου έστειλα μήνυμα τις επόμενες μέρες.

Διαβάστηκε.

Δεν απάντησες.

Γενικά εκνευρίζομαι όταν βλέπω το  διαβάστηκε και δε μου απαντούν. Στείλε κάτι ένα χαμόγελο, ένα reaction, μια απάντηση ή έστω ένα μια φατσούλα snoopy. Το τίποτα δεν είναι κάτι. Οφείλω να παραδεχτώ ότι δε ρώτησα κατι. Έγραψα ότι ελπίζω να είσαι καλά και να πηγαίνουν καλά οι παραστάσεις.

Διαβάστηκε.

Δεν απάντησες.

Απογοήτευση λες και είχα χωρίσει. Παράξενα πράγματα, ξανά. Ήρθα στην τελευταία παράσταση. Η παράσταση τελείωσε και ήρθα στο καμαρίνι σου χωρίς πίεση. Απλή επιθυμία. Ήθελα να ήμουν σαν να μην είχα στείλει ποτέ το μήνυμα, σα να μην απογοητεύτηκα. Έτυχε να είσαι μόνη στο καμαρίνι.

-Καλώς τον! Εδώ ξανά;… Δεν έχω λόγια πως να σε ευχαριστήσω!

-Για εσένα ήρθα!

-Είναι η δεύτερη φορά που το λες!

-Η τρίτη, τη δεύτερη φορά δε ήθελα να το ακούσεις…

-Συγχώρεσε με που δεν απάντησα στο μήνυμα σου, το είδα…

Δεν είπα τίποτα. Τι να πω; Το ξέρω ότι το είδες γιατί ζούμε στην εποχή του διαβάστηκε, περίμενα να ακούσω τη δικαιολογία.

-… Θα με δικαιολογήσεις και εσύ… Πριν δύο μέρες είχα μια πρόταση από Αμερική από τη σχολή μου για να συντονίσω ως δασκάλα βιωματικά εργαστήρια φοιτητών και φεύγω σε μία βδομάδα. Δε φαντάζεσαι πως τρέχω για να φτιάξω χαρτιά, βίζα, να μεταφράσω το πτυχίο μου! Άσε!

-Συγχαρητήρια!

Με αγκάλιασες χωρίς λόγο και μείναμε εκεί για λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο, αλλά μου φάνηκε αιώνας. Κλασσική ατάκα αλλά έτσι ένιωσα. Ξύπνησα από το μούδιασμα της αγκαλιάς όταν μου είπες:

-Πάμε για ένα ποτό;

-Πάμε όπου θέλεις! είπα κι εγώ με ανακούφιση ενώ ένιωσα μια γαλήνη να γεμίζει τα μέσα μου.

Πάλι ξημέρωμα, πάλι κρουασάν με γάλα κακάο, αλλά με αμάξι αυτή τη φορά στο κέντρο.

-Θα σε πάω εγώ σπίτι!

-Θα πάρω μέτρο, δε βολεύει!

-Βολεύει! Πάμε!

Η διαδρομή μέχρι το σπίτι σου ήταν μια μικρή εκδρομή.

-Να βγάλω τα παπούτσια μου γιατί με χτύπησαν;

-Μη ρωτάς! Βολέψου!

Τέρμα μουσική, γέλια, πλάκα, αστείες φάτσες, γέλια ξανά  και τραγούδια στο διαπασών ξανά και ξανά. Κάναμε τον κύκλο τρεις φορές γιατί έπαιζε τραγούδια που μας άρεσαν. Φτάσαμε στο σπίτι σου. Έβαλες τα παπούτσια σου. Με κοίταξες και μου χαμογέλασες.

-Ευχαριστώ πολύ που με έφερες! Καληνύχτα! Δεν ξέρω αν θα καταφέρουμε να τα πούμε πριν φύγω αλλά θα τα λέμε!

-Μακάρι! Καληνύχτα!

Δεν το πίστευα ότι είπα μακάρι. Το είπα και ήταν αυτό που ήθελα να πω. Μπράβο μου, όχι μπράβο μου.

Πέρασε η μια εβδομάδα και δε βρεθήκαμε. Κάθε μέρα μετρούσα πόσες μέρες πέρασαν. Δε σου έστειλα. Φοβήθηκα το διαβάστηκε. Ήξερα ότι θα έφευγες ξημερώματα Κυριακής. Δεν κοιμήθηκα εκείνο το βράδυ. Είδα την ανατολή του ήλιου με γάλα κακάο και κρουασάν βουτύρου στον καναπέ κοιτάζοντας το παράθυρο. Σου έστειλα μήνυμα.

” Τώρα που δεν είσαι μπροστά μου και δε βλέπεις τις εκφράσεις του πρόσωπο μου και δεν κινδυνεύω να φανώ γελοίος, σου λέω πως σε αγαπώ πολύ. Με αυτή την παράξενη αγάπη που δεν μπορεί να ειπωθεί, Μίλτος. Για εσένα ήρθα! Καλό ταξίδι! ”

Εστάλη.

Διαβάστηκε.

Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ατάκα που ήθελε να γίνει ιστορία!
Εγώ είμαι η Μαρία ή Τσατσάκη όπως με φωνάζουν οι περισσότεροι και είμαι αυτή που γράφει τις ιστορίες.
Άκουσες μια ατάκα που σου άρεσε;
Είπες μια ατάκα που σου άρεσε;
Η ατάκα σου θα γίνει ιστορία για να μείνει στην ιστορία!
Θέλεις να μου στείλεις τη δική σου ατάκα; 
www.atakaistoria.gr