Στην προσπάθεια για μια ισορροπημένη διατροφή και αποτελεσματική διαχείριση του βάρους, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα τρόφιμα επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα είναι ζωτικής σημασίας. Ένα χρήσιμο «εργαλείο» ως προς αυτήν την κατεύθυνση είναι ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ). Ο ΓΔ αποτελεί ένα σύστημα ταξινόμησης των τροφίμων που περιέχουν υδατάνθρακες, με βάση το πόσο γρήγορα και πόσο έντονα αυξάνονται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, μετά την κατανάλωσή τους.

Η κλίμακα του γλυκαιμικού δείκτη κυμαίνεται από 0 έως 100, με την καθαρή γλυκόζη να έχει τιμή 100. Τα τρόφιμα κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες: χαμηλού ΓΔ (0-55), μεσαίου ΓΔ (56-69) και υψηλού ΓΔ (70-100). Τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη απελευθερώνουν γλυκόζη στην κυκλοφορία του αίματος με αργό και σταθερό ρυθμό, ενώ τρόφιμα με υψηλό ΓΔ προκαλούν απότομη αύξηση των επιπέδων σακχάρου και συνεπαγόμενης ινσουλίνης.

Η μέτρηση του ΓΔ γίνεται μέσω ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών, όπου σε εθελοντές χορηγείται μια ποσότητα τροφής που περιέχει 50 γραμμάρια υδατανθράκων και στη συνέχεια μετρώνται τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα τους σε τακτά χρονικά διαστήματα, συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με την αντίδραση στην καθαρή γλυκόζη. Έτσι ακριβώς έπραξε και η ΜΑΚΒΕΛ ερευνώντας στο ερευνητικό κέντρο Oxford Brooks τη νέα σειρά ζυμαρικών χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη.

Όσον αφορά τη διαχείριση του βάρους, τα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να αισθάνονται χορτάτα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μειώνοντας έτσι τη συνολική πρόσληψη θερμίδων και συμβάλλοντας στην απώλεια και τη διατήρηση του βάρους, στο πλαίσιο πάντα μιας εξατομικευμένης διατροφικής προσέγγισης. Οι σχετικά μικρές διακυμάνσεις στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα που επιτυγχάνονται με την κατανάλωση τροφών χαμηλού ΓΔ μπορούν επίσης να μειώσουν τις έντονες επιθυμίες για γλυκά και σνακ.

Ενώ ο γλυκαιμικός δείκτης είναι ένα χρήσιμο εργαλείο, έχει έναν περιορισμό: δεν λαμβάνει υπόψη την ποσότητα υδατανθράκων που καταναλώνεται σε μια μερίδα. Για αυτόν τον λόγο, έχει εισαχθεί η έννοια του γλυκαιμικού φορτίου (ΓΦ). Το ΓΦ υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας τον ΓΔ ενός τροφίμου με την ποσότητα των υδατανθράκων σε γραμμάρια ανά μερίδα και διαιρώντας το αποτέλεσμα με το 100. Το γλυκαιμικό φορτίο παρέχει μια πιο ακριβή εικόνα για την επίδραση ενός τροφίμου στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα σε σχέση με τον ΓΔ μόνο. Για παράδειγμα, το καρπούζι έχει υψηλό ΓΔ, αλλά λόγω της χαμηλής περιεκτικότητάς του σε υδατάνθρακες ανά μερίδα, έχει χαμηλό ΓΦ. Οι τιμές του ΓΦ κατατάσσονται ως χαμηλές (≤10), μέτριες (11-19) και υψηλές (≥20).

Συνοψίζοντας, ο γλυκαιμικός δείκτης και το γλυκαιμικό φορτίο αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα τρόφιμα που περιέχουν υδατάνθρακες επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Η χρήση αυτών των εργαλείων μπορεί να βοηθήσει στην επιλογή τροφίμων που συμβάλλουν σε μια ισορροπημένη διατροφή, παρέχουν σταθερή ενέργεια και υποστηρίζουν την αποτελεσματική διαχείριση του βάρους. Η ενσωμάτωση της γνώσης του ΓΔ και του ΓΦ στις διατροφικές μας επιλογές μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά οφέλη για την υγεία και την ευεξία μας.

Δρ. Κωνσταντίνος Ξένος, Κλινικός Διαιτολόγος, Διατροφολόγος

Leave a Reply

Your email address will not be published.