Τεράστιο αναβρασμό προκάλεσε στην Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο η υπόθεση του Τζορτζ Φλόυντ. Του μαύρου αφροαμερικανού πολίτη που δολοφονήθηκε από τον αστυνομικό που τον κρατούσε δέσμιο κατά την σύλληψή του. Η δολοφονία αυτή μας έμαθε – ή μας θύμισε – πολλά πράγματα για την σύσταση της αμερικανικής αλλά και της δικής μας κοινωνίας και μας οδήγησε όλους στο ίδιο συμπέρασμα: οι φυλετικές διακρίσεις συνεχίζουν να επιβιώνουν ανάμεσα μας και να σαπίζουν τα θεμέλια της.
Τι προκαλεί την αστυνομική βία και ποιος οπλίζει το χέρι του δολοφόνου; Πως μπορούμε εμείς να πούμε ένα ηχηρό «όχι» στον ρατσισμό;
Το παρόν κείμενο φυσικά και δεν αποτελεί κάποιου είδους κατηγορητήριο προς τους αστυνομικούς κάθε βαθμίδας. Απλώς μία ανάλυση μερικών σκέψεων γύρω από την στοχευμένη αστυνομική βία και την φύση της. Επίσης, θα συζητήσουμε πως μπορούμε εμείς ως πολίτες να συμβάλλουμε στην αλλαγή.
#ICan’tBreathe
Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ δεν είναι τυχαία
Ο δολοφόνος του Τζορτζ Φλόυντ δεν έτυχε απλά να πατήσει με το πόδι του τον λαιμό του επειδή ήταν βίαιος ή ψυχασθενής. Το έκανε επειδή ακριβώς πρόκειται για μαύρο πολίτη και ακριβώς επειδή ο ρατσισμός είναι βαθιά ριζωμένος στο σύστημα μας. Ένας ρατσισμός που δημιουργεί έναν ατέλειωτο φαύλο κύκλο που υποτιμά και εξαθλιώνει τις κοινότητες των μαύρων. Στο μυαλό πολλών, ο μαύρος είναι συνδυασμένος με τον κλέφτη, τον έμπορο ναρκωτικών, τον απατεώνα. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες περιπτώσεις αστυνομικής βίας στοχεύουν μειονότητες, ακόμη και εάν λευκοί διαπράττουν και εκείνοι τραγικά εγκλήματα. Τότε, συλλαμβάνονται πολιτισμένα, όποιο και να είναι το ποιόν τους.
Τι σημασία έχει που ο Τζορτζ Φλόυντ είχε συμμορφωθεί με την σύλληψη του; Καμία. Η βίαια του αντίδραση το μόνο που θα έκανε είναι να δικαιολογήσει λανθασμένα την δολοφονία του. Ποιο ήταν το έγκλημα του; Ότι ήταν ένας μαύρος που συναντήθηκε με τους λάθος αστυνομικούς, την λάθος στιγμή.
Μεγάλες ηγετικές προσωπικότητες της μαύρης κοινότητας ήταν ευαγγελιστές της Ειρήνης, όπως ο Martin Luther King ή ο Malcolm X. Το όραμα τους, ήταν τα παιδιά τους να μπορούν να ονειρεύονται όπως όλα τα άλλα παιδιά, ανεξαρτήτως χρώματος. Η κατάληξή τους, κοινή: δολοφονήθηκαν πισώπλατα με σφαίρες. Πρεσβευτές της πανανθρώπινης ειρήνης ή βίαιοι πλιατσικολόγοι; Δεν έχει σημασία, εάν είσαι μαύρος. Το λάθος τους; Ήταν πολίτες μαύρου χρώματος που ζητούσαν ισότιμη και δίκαια αντιμετώπιση.
Η αστυνομική βία δεν είναι επίσης τυχαία
Δεν πρέπει να βλέπουμε την αστυνομική βία ως εξαίρεση ή ως μεμονωμένα περιστατικά (ειδικά προς μειονότητες) διότι πρόκειται για μία συστημική πρακτική. Το σύστημα έχει συνηθίσει να βλέπει τα κατώτερα στρώματα ως απειλές για την διατάραξη της κανονικότητά της. Οι αστυνομικοί ως ανθρώπινες οντότητες ασφαλώς και μπορεί να είναι εξαιρετικοί άνθρωποι, φίλοι, γείτονες.
Αυτό δεν αναιρεί όμως, ότι στην εκπαίδευσή τους μαθαίνουν να «σκανάρουν» τους πιθανούς εγκληματίες με βάση ένα φυλετικό προφίλ (racial profiling) που βασίζεται σε στερεοτυπικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, θυμάστε που μερικά μόνο χρόνια πριν που αποκαλούσαμε τους Αλβανούς συμπολίτες μας «κλέφτες»; Σε αυτό ακριβώς έγκειται η «προτίμηση» της αστυνομικής βίας προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως προς τους μαύρους στην Αμερική.
Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε;
Έχει γίνει viral το graffiti που έγινε σε τοίχο της Μινεάπολις που γράφει στα αγγλικά «Ποιον θα καλέσεις όταν οι αστυνομικοί («μπάτσοι») δολοφονούν;», το οποίο δείχνει ακριβώς που αποτύχαμε όλοι ως μέρη του συστήματος και ως πολίτες. Πολλοί βιάστηκαν να διαχωρίσουν την ελληνική πραγματικότητα από τις πρόσφατες εξελίξεις της Αμερικής λέγοντας πως εδώ δεν έχουμε τόσο πρόβλημα με τον ρατσισμό και την αστυνομική βία. Αυτή η άρνηση προκύπτει επειδή δεν έχουμε τόσο μεγάλη κοινότητα «έγχρωμων» στην Ελλάδα, όσο έχουμε Πακιστανών, Αλβανών, Γεωργιανών κ.ο.κ. Όταν φέρνουμε το περισταστικό σε μία αναλογία που θα ταίριαζε στα ελληνικά δεδομένα, στην περίπτωση που δηλαδή ένας Αφγανός ήταν κάτω από το γόνατο ενός αστυνομικού ίσως καταλάβουμε πόσο αφορά και εμάς το συμβάν αυτό.
Είναι σημαντικό να γίνουμε ενεργά μέλη της κοινότητας μας προστατεύοντας της. Φυσικά, δεν θα πάρουμε τα όπλα ώστε να αποδώσουμε εμείς την κοινωνική και αστική δικαιοσύνη, μα θα κάνουμε κάτι άλλο πολύ σημαντικό. Θα πάψουμε να σιωπούμε. Σε πόσα εγκλήματα ακούμε τους γείτονες να δίνουν τις μαρτυρίες τους στην τηλεόραση λέγοντας «δεν είχαμε ιδέα, δεν είχε δώσει δικαίωμα». Πόσες φορές δεν μιλάμε γιατί κάτι «δεν μας αφορά» ή για να μην «βρούμε τον μπελά μας»; Όλες αυτές οι μικρές παρεμβάσεις μας θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει κατά πολύ. Κανείς δεν συνεχίζει ακάθεκτος εάν βρει την παραμικρή αντίσταση και κατακραυγή από το κοινωνικό σύνολο.
Όσο γινόμαστε μάρτυρες ύποπτων περιστατικών βίας και δεν μιλάμε, γινόμαστε σε κάποιον βαθμό συνένοχοι. Όσο δεν καταδικάζουμε, κανονικοποιούμε. Όσο είμαστε ύποπτοι προς τις μειονότητες, οπλίζουμε το χέρι του κάθε Derek Chauvin.
Έτσι, όταν γινόμαστε μάρτυρες βίας, αστυνομικής, ενδοοικογενειακής ή κάθε είδους, ας μην στρέψουμε αλλού το μάγουλο. Ας μιλήσουμε, ακόμη και ανώνυμα. Ακόμη και εάν κάνουμε μία απλή ανάρτηση στα social media, μπορούμε να προκαλέσουμε μικρές αλυσιδωτές αντιδράσεις ώστε κάποτε στο μέλλον κανείς να μην ασκεί την βία ανενόχλητος. Σκεφτείτε τον πολίτη που τράβηξε το βίντεο της δολοφονίας του Τζορτζ Φλόυντ. Έκανε κάτι τόσο μικρό, μα προκάλεσε ανατριχίλα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Έκανε ανθρώπους σε ολόκληρο τον κόσμο να καταλάβουν ότι ο ρατσισμός δεν είναι κάτι με το οποίο έχουμε ξεμπερδέψει, μα πρόκειται για μία αρρώστια που ακόμη πλήττει τις κοινωνίες μας.
Ακόμη, τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι καιρός να δηλώσουμε ανοιχτά ότι πατάσσουμε τον ρατσισμό. Όχι άλλα «δεν είμαι ρατσιστής αλλά…» και όχι άλλα «όποιος τους θέλει ας τους πάρει σπίτι τους». Το πιο σημαντικό πράγμα στην εξάλειψη του ρατσισμού είναι η ίση αντιμετώπιση, όχι η λύπηση. Ας μην αποφύγουμε το παντοπωλείο του μπαγκλαντεσιανού στην γωνία επειδή απλά «θέλουμε να πάνε τα χρήματά μας σε ελληνικές τσέπες». Ας μην στρέψουμε αλλού το βλέμμα όταν δούμε έναν μαύρο στο λεωφορείο. Ας μην είμαστε προκατειλημένοι απέναντι σε άτομα άλλων εθνικοτήτων όπως του πρώην ανατολικού μπλοκ. Είναι δύσκολο, καθώς είμαστε προγραμματισμένοι να ζούμε χωρισμένοι και να μισούμε το διαφορετικό. Η αλλαγή όμως, είναι στα χέρια μας.