Είναι σχεδόν απίθανο να έχει ακούσει κανείς τη φωνή του Γιώργη Χριστοδούλου και να μην την έχει συγκρατήσει. Η διαφορετικότητά του απ’ όλους τους λαϊκούς ερμηνευτές του συρφετού και τους εκείνους του έντεχνου χώρου με την αιώνια ωραιοπάθεια, είναι τόσο ξεκάθαρη, από την εποχή κιόλας της συνύπαρξής του με τον Σταύρο Παπασταύρου και το πολύ όμορφο άλμπουμ “Γιαπωνέζικοι Κήποι”, αλλά και τις μετέπειτα σόλο δουλειές (H Aγάπη Είναι Πορτοκάλι). Μόνιμα κινούμενος σε λαμπερούς ποπ δρόμους με κιθάρες που έχουν στραμμένα στο κεφάλι τους στον ήλιο, η άμεσα συμπαθητική του φιγούρα, παρουσίαζε ισορροπίες που πολλοί δεν κατακτούν ποτέ. Βέβαια, όσο του γούστου του είναι ο βρετανικός pop κόσμος, το ίδιο είναι και το easy listening και οι jazzy νύξεις. Προσθέστε την ξεκάθαρη απόδοση των συναισθημάτων του και την λατρεία που προέκυψε για την Βαρκελώνη και ιδού… η πρόσφατη Φάβα, δηλαδή το τραγούδι που ξεχώρισε από το πρώτο του ισπανό-γαλλόφωνο άλμπουμ του, το flâneur. Το video clip του γυρίστηκε στους δρόμους της Βαρκελώνης, με εντονότατη χορευτική διάθεση και το γνώριμο ύφος του Γιώργη Χριστοδούλου, που βρήκε το χρόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις μας…
Πως εξελίχθηκε ο Γιώργης Χριστοδούλου από τους Γιαπωνέζικους Κήπους μέχρι την Φάβα;
Δεν υπάρχουν θεαματικές αλλαγές, μάλλον μια πιο σαφής προσέγγιση στον τρόπο με τον οποίο θέλω να συμβαίνουν τα πράγματα στη ζωή μου. Αυτό σημαίνει ότι έχω τον έλεγχο και την ευθύνη σχεδόν αποκλειστικά για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Σαφώς έχω ωριμάσει, έχω κατασταλάξει σ’ αυτό το οποίο ήθελα από τότε να κάνω περισσότερο, δεν επηρεάζομαι από τυχαίες γνώμες κι αφιερώνω περισσότερο χρόνο χωρίς βιασύνες. Ακόμα, αφιερώνομαι πλέον σε θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με τη δική μου προσωπική μυθολογία. Ελπίζω η εξέλιξη αυτή να καθρεφτίζεται όσο πρέπει στη μουσική και την ερμηνεία μου.
Η μουσική σου ταυτότητα είναι πολυδιάστατη. Θα μπορούσες να φανταστείς ποτέ τις συνθέσεις σου να προέρχονται αποκλειστικά από μία πηγή έμπνευσης;
Είναι ένα θέμα που με απασχολεί από πιο μικρή ηλικία και τώρα βρήκε τη θέση που του πρέπει μέσα στη δουλειά μου. Κι ο επόμενος δίσκος θα έχει την ίδια θεματική μέσα από ένα πιο “χαρούμενο” αν θες, πρίσμα : το αστικό τοπίο, ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτό, η κρυμμένη ποίηση των δρόμων που περιμένει να την ανακαλύψεις, η ηρεμία τις νυχτερινές ώρες και οι συναντήσεις άγνωστων ανθρώπων που ανταλλάσσουν “φευγαλέες απίστευτες ματιές” που λέει κι ο Γιώργος Χρονάς, τα καφέ και η ατμόσφαιρα τους, η παρατήρηση των ανθρώπων.
Οι ερμηνείες σε ξένες γλώσσες τι πιστεύεις πως σου χαρίζουν και τι ίσως σου στερούν;
Επιλέγοντας να ζήσω σε μια πόλη όπου οι κάτοικοι της έχουν καθημερινή επαφή με τρεις διαφορετικές λατινογενείς γλώσσες, τα καταλανικά, τα ισπανικά και τα γαλλικά, σαφώς δε μπορεί να μην έχει επίδραση στον τρόπο που δημιουργώ. η αλήθεια είναι ότι δε θα μπορούσα εύκολα να τραγουδήσω σε μια γλώσσα η οποία δεν είναι μέσα στην καθημερινότητα μου, γιαυτό και δε θα έφτιαχνα ποτέ αγγλόφωνα τραγούδια εν όσω σκέφτομαι στη μητρική μου γλώσσα. Δε θα μπορούσα να τα υποστηρίξω ερμηνευτικά. Στην Καταλονία συμβαίνει κάτι μοναδικό, οι κάτοικοι είναι δίγλωσσοι, δεν έχουν άλλη επιλογή κι επίσης τα γαλλικά με διάφορους τρόπους είναι μέρος της καθημερινότητας τους. Έτσι γεννήθηκε και το Flaneur και προς σ’ αυτή την κατεύθυνση θα είναι και το επόμενο άλμπουμ.
Πως εξηγείται αυτός ο έρωτας με την Βαρκελώνη;
Ήταν έρωτας από την πρώτη ματιά, το 2007. Κάποια στιγμή έπρεπε όπως συμβαίνει σε όλες τις “σχέσεις” να “παντρευτώ” την πόλη ή να τη “χωρίσω” κι αποφάσισα το πρώτο.
Το βασικότερο χαρακτηριστικό της πόλης που σε γοητεύει;
Η διαπολιτισμική της καθημερινή ζωή κι ακόμα το ότι είναι μια πόλη που αγαπάει τον εαυτό της. Η Βαρκελώνη, χωρίς να είναι μια πόλη μνημείων (χωρίς να έχει ένα δυνατό σύμβολο όπως ο Παρθενώνας ή ο πύργος του Άιφελ) έχει την ανάγκη να αλλάζει, να είναι ανοιχτή στο καινούργιο. Το γοητευτικό όμως είναι πως μ’ ένα περίεργο τρόπο τιμάει το πλούσιο παρελθόν της, τη γλώσσα, την επηρεασμένη από τη Γαλλία κουλτούρα της. Όλ’ αυτά τα στοιχεία δεν είναι μια ιδέα ή μια εντύπωση, είναι διαρκώς παρόντα στην καθημερινότητα.
Η ιδέα της δημιουργίας μέσα από την «παρέα» είναι έντονη μέσα από το video clip. Είναι κάτι που λείπει ίσως από την Ελλάδα;
Όχι, οι παρέες στην Ελλάδα όντως υπάρχουν. Το άσχημο ίσως είναι οτι υπάρχουν για κάποιο συγκεκριμένο πολύ προσωπικό λόγο για το κάθε μέλος αυτής της παρέας κι όχι για μια ανάγκη συγχρώτισης με τους άλλους. Έτσι, γρήγορα έρχονται “δίκες και παζάρια, μεσάζοντες, κριτές κι εγωισμοί” όπως λέει η Αρλέτα σ’ ένα τραγούδι της.
Είναι όντως η κρίση η ευκαιρία για σημαντικές δημιουργίες ή μιλάμε απλώς για ένα τσιτάτο που μας αρέσει να λέμε;
Όταν είσαι δημιουργικός είσαι σε όλες τις εποχές, καλές ή κακές. Ο ανήσυχος άνθρωπος είναι πάντα ανήσυχος. Δε νομίζω ότι η κρίση μας κάνει πιο δημιουργικούς ή πιο αλληλέγγυους. Αν καταφέρει κάποιους να τους αφυπνίσει θά ‘ναι φυσικά για καλό, όμως αυτό θα πάρει χρόνο, δεν αλλάζουν οι άνθρωποι ούτε οι κοινωνίες σε μια νύχτα.
Η ταμπέλα του ευαίσθητου, Χατζιδακικού ερμηνευτή πιστεύεις πως περισσότερο σε χαρακτηρίζει ή σε αδικεί;
Αν και δε μου αρέσουν οι ταμπέλες, αυτή θα τη δεχόμουν με χαρά. Δεν είναι και λίγο να μπορέσεις να συλλάβεις το χρώμα και την ευαισθησία ενός τόσο σπουδαίου δημιουργού. Θα έλεγα ότι με τιμά.
Απέχεις πολύ ακόμα από το να νιώσεις νοσταλγία για την Ελλάδα;
Έρχομαι συχνά για να παίξω. Μου λείπουν οι φίλοι μου καμμιά φορά, γι αυτό και το σπίτι είναι ανοιχτό για τους φίλους που θέλουν να μ’ επισκεφτούν, έχω όμως και τη μουσική που είναι μια γλώσσα επιπλέον για να μιλάς κι έτσι επικοινωνώ με τους ανθρώπους και μ’ έναν τρόπο επιπλέον. Εϊναι μεγάλο πλεονέκτημα. Δε νιώθω νοσταλγία για τη χώρα. Μόνο αγωνία.