Αποκαλυπτικά είναι τα δεδομένα που παρουσιάζει η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την κατάσταση της υγείας των Ελλήνων το έτος 2022, αναδεικνύοντας πληροφορίες που μέχρι τώρα δεν ήταν γνωστές στο ευρύ κοινό.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ υπέρβαροι είναι το 42,7% των Ελλήνων άνω των 16 ετών, ενώ οι καπνιστές φθάνουν σε ποσοστό το 24,8%.

Παράλληλα, το 7,4% δηλώνει ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 15,4% μέτρια, ενώ το 77,2% πολύ καλή ή καλή υγεία. Την ίδια ώρα, το 24,9% έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας. Χρόνιο πρόβλημα ή χρόνια πάθηση δηλώνουν περίπου 3 στις 10 γυναίκες (27,0%) και 2 στους 10 άνδρες (22,6%). Χρόνιο θεωρείται το πρόβλημα υγείας ή η πάθηση που διαρκεί ή πρόκειται να διαρκέσει περισσότερους από 6 μήνες, με ή χωρίς φαρμακευτική αγωγή.

Από την έρευνα προκύπτει ακόμα ότι το 9% για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,2% είχε περιορίσει κάποιες δραστηριότητες ή δυσκολευτεί σε αυτές, αλλά όχι πάρα πολύ.

Αντιμετωπίζουν πρόβλημα με τα κιλά

Στο σύνολο του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω:

  • 1,1% είναι ελλιποβαρείς.
  • 44,1% είναι φυσιολογικού βάρους.
  • 42,7% είναι υπέρβαροι.
  • 12,2% είναι παχύσαρκοι.
  • 1 στους 2 άνδρες (50,3%) είναι υπέρβαρος, ενώ η αναλογία υπέρβαρων γυναικών είναι περισσότερες από 3 στις 10 (35,6%).

Πολλά τα προβλήματα υγείας

Η έρευνα κατέγραψε παράλληλα περιορισμούς που υφίστανται στις αισθητηριακές και σωματικές λειτουργίες του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, πιο συγκεκριμένα τον βαθμό δυσκολίας στην όραση, την ακοή, την κινητικότητα και τη μνήμη και συγκέντρωση, ανεξάρτητα εάν οι περιορισμοί προκύπτουν λόγω ηλικίας, ασθενειών, ατυχημάτων ή εκ γενετής προβλημάτων.

  • Το 13,5% αντιμετωπίζουν δυσκολία στην όραση (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν βλέπουν τίποτα). Ποσοστό 78,8% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
  • Το 11% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αντιμετωπίζει δυσκολία στην ακοή (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν ακούνε τίποτα). Ποσοστό 86,6% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
  • Το 15,8% αντιμετωπίζει δυσκολία κατά τη μετακίνησή του (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν μπορούν να περπατήσουν ή να ανέβουν / κατέβουν σκάλα χωρίς τη χρήση οποιουδήποτε βοηθήματος ή βοήθειας από άλλον). Ποσοστό 74,4% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
  • Το 11,6% αντιμετωπίζει δυσκολία με τη μνήμη / συγκέντρωση (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν θυμούνται τίποτα ή δεν μπορούν να συγκεντρωθούν σε ό,τι κάνουν). Ποσοστό 82,5% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
  • Το 8% αντιμετωπίζει δυσκολία με τη φροντίδα (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτόν τους, όπως να πλένονται, να ντύνονται κ.λπ.). Ποσοστό 78,1% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.
  • Το 4,7% αντιμετωπίζουν δυσκολία στην επικοινωνία με τους άλλους ανθρώπους (κάποια δυσκολία, μεγάλη δυσκολία, δεν τους καταλαβαίνουν ή δεν τον/την καταλαβαίνουν, παρόλο που μιλούν την ίδια γλώσσα). Ποσοστό 70,1% αυτών είναι ηλικίας 65 ετών και άνω.

Αρνούνται να πάνε στον γιατρό

Κατά τους τελευταίους 12 μήνες πριν τη διενέργεια της έρευνας, περίπου 1 στους 2 (54%) χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία. Ποσοστό 24,3% όσων χρειάστηκαν ιατρική εξέταση ή θεραπεία δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Ποσοστό 19,9% του φτωχού πληθυσμού δεν έλαβε ιατρική εξέταση ή θεραπεία, κάθε φορά που χρειάστηκε. Το ποσοστό για τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχεται στο 11,6%. Περίπου 1 στους 2 (46,8%) χρειάστηκαν οδοντιατρική / στοματολογική / ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία. Ποσοστό 32% όσων χρειάστηκαν οδοντιατρική / στοματολογική / ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία δεν την έλαβε κάθε φορά που χρειάστηκε. Ποσοστό 21% του φτωχού πληθυσμού δεν έλαβε οδοντιατρική / στοματολογική / ορθοδοντική εξέταση ή θεραπεία κάθε φορά που χρειάστηκε. Το αντίστοιχο ποσοστό του μη φτωχού πληθυσμού ανέρχεται στο 13,7%.

Σχετικά με τις επισκέψεις σε ιατρούς:

  • Ιατρό γενικής ιατρικής, παθολόγο ή τον προσωπικό ιατρό, επισκέφθηκε το 33,3%.
  • Ιατρό άλλης ειδικότητας ή χειρουργό για ειδικευμένες ιατρικές υπηρεσίες, το 24,2%.
  • Οδοντίατρο/στοματολόγο/ορθοδοντικό, το 24,2%.

Με κριτήριο την κύρια εργασία ή την καθημερινή ασχολία (για όσους εργάζονται), από την έρευνα προκύπτει ότι:

  • Περίπου 3 στους 10 (28,9%) εργαζόμενους ηλικίας 16 ετών και άνω κυρίως κάθονται.
  • 4 στους 10 (40,5%) εργαζόμενους ηλικίας 16 ετών και άνω κυρίως κάνουν βαριές εργασίες που απαιτούν έντονη σωματική δραστηριότητα. Ως έντονη σωματική δραστηριότητα ορίζεται η δραστηριότητα που απαιτεί σκληρή σωματική προσπάθεια και η οποία, συνήθως, προκαλεί γρήγορη αναπνοή και σημαντική αύξηση στους καρδιακούς παλμούς.

Καταγράφηκε, επίσης, η συχνότητα κατανάλωσης λαχανικών και σαλατών, φρέσκων, κατεψυγμένων, αποξηραμένων ή κονσερβοποιημένων. Περιλαμβάνονται τα όσπρια ενώ οι πατάτες, ως υδατάνθρακες, ανήκουν στην τροφική ομάδα του ψωμιού και των δημητριακών και δεν συμπεριλαμβάνονται. Επίσης, δεν περιλαμβάνονται οι χυμοί λαχανικών. Έτσι:

*Περίπου 4 στους 10 (41,1%) καταναλώνουν φρούτα καθημερινά, ενώ ποσοστό 0,7% δεν καταναλώνει καθόλου.

*Περισσότεροι από 4 στους 10 (46,9%) καταναλώνουν λαχανικά ή σαλάτες καθημερινά, ενώ ποσοστό 0,5% δεν καταναλώνει καθόλου.

Και φούμα φούμα…

Αναφορικά με τις καπνιστικές συνήθειες του πληθυσμού (περιλαμβάνεται και το ηλεκτρονικό τσιγάρο):

  • Το 24,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω καπνίζει καθημερινά.
  • Το 1,9% καπνίζει μερικές φορές την εβδομάδα.
  • Το 1,5% καπνίζει μερικές φορές τον μήνα.
  • Το 1,1% καπνίζει μερικές φορές τον χρόνο.
  • Το 71,3% δεν κάπνισε καθόλου.

Διαφοροποιήσεις παρατηρούνται ως προς το φύλο στα ποσοστά του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω που καπνίζουν. Συγκεκριμένα, καπνίζουν καθημερινά περίπου 3 στους 10 (30,4%) άνδρες και λιγότερες από 2 στις 10 (18,4%).

Παράλληλα:

  • Το 3,8% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω καταναλώνει καθημερινά αλκοολούχα ποτά.
  • Λιγότεροι από 2 στους 10 (18,7%) καταναλώνουν μερικές φορές την εβδομάδα.
  • Περίπου 2 στους 10 (24,9%) καταναλώνουν μερικές φορές τον μήνα.
  • Λιγότεροι από 2 στους 10 (17,4%) καταναλώνουν μερικές φορές τον χρόνο.
  • Το 35,3 % δεν κατανάλωσαν καθόλου αλκοολούχα ποτά.