Βράδυ Παρασκευής στη Πλατεία των Εξαρχείων.
-Μια φορά βγήκα μόνη μου και να ‘σαι πάλι εκεί.
-Η ζωή σου μιλάει και εσύ δεν την ακούς.
-Πως γίνεται να βρίσκεις κάθε φορά τη στιγμή που κάτι μου συμβαίνει και να εμφανίζεσαι;
-Είναι η στιγμή μου μαζί σου. Δε μπορώ να χάνω τις στιγμές μας.
-Γιατί εξαφανίζεσαι;
-Γιατί η σκέψη σου, μου φτάνει.
-Δεν σε καταλαβαίνω …
-Ούτε εγώ με καταλαβαίνω …
-Ωραία, και τώρα τι;
-Και τώρα η συγνώμη μου!
-Η συγνώμη σου, γιατί;
-Η συγνώμη που εξαφανίστηκα, η συγνώμη που δε σου μίλησα, η συγνώμη που δε αγκάλιασα, η συγνώμη που, που, που…Δεν ξέρω πόσους λόγους μπορώ να αραδιάσω..
-..Ήταν παλιά…
-Ήταν παλιά αλλά έγιναν…
-Πέρασαν όμως…
-Έγιναν και έμειναν…
-Έμειναν για να τα θυμόμαστε και να γελάμε…
-Έμειναν για να είμαστε τώρα εδώ μαζί.
-Μαζί, αλλά όχι μαζί-μαζί.
–Δεν είμαστε μαζί τώρα;
-Είμαστε «μαζί», αλλά όχι μαζί – μαζί.
-Είμαστε εδώ, εγώ και εσύ, άρα είμαστε μαζί.
-Μαζί, αλλά όχι όπως παλιά…
-Όπως παλιά…
-Το παλιό είναι παλιό. Αλλάζει.
-Και αν δεν έχει αλλάξει;
-Αλλάζουμε εμείς και αλλάζει και αυτό!
-Εγώ είμαι εδώ μαζί σου και αυτό δεν αλλάζει.
-Ήρθε η ώρα να φύγουμε.
-Δε θα πας πουθενά τώρα είμαστε μαζί!
– Λέω να φύγουμε, είναι αργά.
-Αργά που βρεθήκαμε ξανά;
-Αργά για να πάμε για ύπνο.
-Και αν δε θέλω να φύγω; Θα φύγεις μόνη σου; Δεν θα φύγουμε μαζί;
-Μπορούμε να φύγουμε μαζί μέχρι τη στάση, του είπα.
Ξεκινήσαμε να περπατάμε αμίλητοι. Αυτός με κοίταζε επίμονα και εγώ κοίταζα κάθε γραμμή και κάθε στίγμα στα πλακάκια του πεζοδρομίου. Φτάσαμε στη στάση, με κοίταξε είπαμε καληνύχτα, μ’ αγκάλιασε και έφυγε. Ήταν πια μεσάνυχτα και περίμενα το τελευταίο λεωφορείο. Χτύπησε το κινητό μου, είχα μήνυμα:
«Πες μου τώρα πώς να κοιμηθώ, που μυρίζω μόνο εσύ».
Πηγή: atakakaistoria