Ένα από τα βαρύτερα εγκλήματα του 21ου αιώνα κατά του πολύπαθου και ηρωϊκά μαχόμενου ανδρικού φύλου, ήταν η νομιμοποίηση της nerd κουλτούρας σε βαθμό διαστροφής. Σε συνδυασμό με την διαφαινόμενη επικράτηση της όλης «Είμαι κούλ γιατί δεν ασχολούμαι πραγματικά με τίποτα, αλλά χιχί, έκανα τατουάζ την πιο τρέντινγκ βλακεία του Pinterest, χουχού» hipster υποκουλτούρας, δημιούργησαν ένα τρομακτικό ανθρωποειδές, τον «σύγχρονο νέο». Ένα ενδεχομένως γλυκό παιδάκι, που μεγάλωσε με την φαιδρή ιδέα πως ήταν επιτρεπτό να δείχνει συναισθήματα ή αδυναμίες και πως η συμπεριφορά του αυτή ενδεχομένως θα οδηγούσε σε επιτυχίες με το αντίθετο φύλο.
Μερικά γλυκά κιλά χυλόπιτας, κάζου και γλυκοστολισμένης απόρριψης αργότερα, ο ήρωάς μας ξεκινά αποφασισμένος να χτίζει το μέλλον του από XBOX, αμφιβόλου ποιότητος skank και την απαραίτητη κουστοδία αυλικών της ήττας. Πιστεύουν ακράδαντα πως οι γυναίκες είναι δαιμονικά πλάσματα και αποζητούν την λύτρωση σε κάποια απροσδιόριστα μέτρια χλαπατσοσύνη, πείθοντας σταδιακά ο ένας τον άλλο πως δεν υπήρχε ποτέ τίποτε περισσότερο.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στο σημερινό Τρίγωνο των Βερμούδων : Tinder, Facebook, Ένας Στρατός Από Like-ο-Μπάκουρες με συναισθηματική ευφυία αμοιβάδας και οι αντίστοιχες Πριγκηπέσσες του Instagram στους ψηλούς τους πύργους, χτισμένους από ανασφάλεια και μοναξιά. Στα μπαρ που συναντιούνται αυτοί οι δυο στρατοί, συνήθως κοιτάζονται από μακριά -τρομοκρατημένα και ποτέ για πάνω από δυο δευτερόλεπτα-κουνάνε το κεφάλι επιβεβαιώνοντας πως η μοναξιά τους είναι συνειδητή και ώριμη επιλογή και κάπως έτσι έχουμε το παράδοξο μιας ευνουχισμένης κοινωνίας όπου το σεξ πουλάει τα πάντα, στο 99% των ανθρώπων που το βλέπουν μονάχα με κανοκυάλι. Και προς αποφυγή παρεξηγήσεων, όταν γράφουμε «σεξ», δεν εννοούμε τις δειλές, άτολμες και τρομοκρατημένες απόπειρες για εδραίωση του μικροαστικού ιδεώδους, αλλά τα κύματα τα μαύρα που σηκώνονται και λυσσάνε όταν συναντιούνται τα σπανιότερα πλέον των ειδών : το αληθινό αρσενικό με το πραγματικό θηλυκό.
Και παρά τις σχεδόν ατελείωτες μπαρούφες που ακούγονται σχετικά με το θέμα, το παμπάλαιο κλισέ, ισχύει απολύτως : τα πάντα ξεκινάνε με ένα βλέμμα. Μια γυναίκα, όταν κλειδώνει τα μάτια της στα δικά σου, ξέρει σε ποσοστό 99.9% αν υπάρχει κάποιο συμπαντικό ενδεχόμενο να έρθει στο κρεβάτι σου. Από την μια, μπορείς να κάνεις την μαϊμού προσπαθώντας να ξεκλέψεις το 0.1% υπέρ σου, αλλά πραγματικά, είναι χαμένος χρόνος. Από την άλλη, μπορείς να διδαχτείς από το παράδειγμα του μέγιστου Jack Nicholson.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κάθε χαρακτήρας που ενσάρκωσε στην μεγάλη οθόνη ο Θείος Τζάκ, προσδιοριζόταν από το μανιακό, λάγνο, δεκάρα-δε-δίνω-για-σας-και-το-παλάτι-σας βλέμμα του, σε συνδυασμό με το στραβό ημι-χαμόγελό του. Ήταν ένα βλέμμα, που διαλαλούσε ξεδιάντροπα σε κάθε θηλυκό σε εμβέλεια χιλιομέτρου : «Αγάπη μου, δεν σε έχω την παραμικρή ανάγκη…αλλά σε θέλω σαν δαίμονας.» Και γι’ αυτό φυσικά, δεν υπήρχε γυναίκα που να αντιστεκόταν. Ο Θείος Τζάκ δεν ήταν κάποιο θλιβερό, ομφαλοσκοπικό νέρντ που έψαχνε το χαμένο βυζί της μάνας του. Ήταν καπετάνιος, ταξιδευτής, αλήτης, μάγος, εξόριστος, εχθρός, επικίνδυνος. Ήταν η υπόσχεση θησαυρών στο σκοτάδι. Όλη η βία της καταιγίδας που μέρος μας, δεν ξεχνάει ποτέ. Και ήξερε πως να γράφει δυο χιλιάδες χρόνια πόθου, λαγνείας, λύτρωσης και καταδίκης σε ένα βλέμμα.
Και από εδώ θα ξεκινήσεις. Ο τρόπος που κοιτάζεις μια γυναίκα της λέει τα πάντα για σένα. Αν είσαι μόνος, αν είσαι πεινασμένος, αν είσαι ψεύτης, αν είσαι ο κακός μπελάς που θα αναπολεί ευτυχισμένη σε είκοσι χρόνια από τώρα. Ό,τι έχεις να δώσεις, το απλώνεις στη ματιά σου. Και τότε χρειάζονται λίγα, ελάχιστα λόγια. Τα σπουδαιά θεριά, αναγνωρίζονται στη σιωπή.
Ο Στέφανος Κουτσούκος γεννήθηκε στο Μαρούσι, όταν οι δεινόσαυροι περπατούσαν ακόμη στη Γη, το Διαδίκτυο ήταν ένας μύθος και τα ραντεβού τα ζήταγες σαν φυσιολογικός άνθρωπος, κοιτώντας την στα μάτια και όχι στο follower count. Διαβιώνει λαθραία στο μακελειό του 21ου αιώνα και γράφει ό,τι του ψιθυρίζουν οι δαίμονες στο αυτί.