Το δωδεκαήμερο των γιορτών που ξεκινάει από τις 24 Δεκέμβρη και τελειώνει στις 7 Ιανουαρίου – την ημέρα του Άη Γιαννιού , η Ελληνική παράδοση, θέλει εκτός από τις προσευχές στο θείο βρέφος και τις ευχές για μια καλή χρονιά, το σπίτι να πλημμυρίζει από τα αρώματα της γιορτής. Μάλιστα η ιστορία των γλυκών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς δείχνει ότι είναι συνυφασμένα με τις ευχές και τις προσευχές μας, και κάποια τις συμβολίζουν.
Η Ελλάδα την περίοδο των χριστουγεννιάτικων εορτών γίνεται ο παράδεισος, των γλυκατζήδων. Τα γλυκά κεράσματα της εορταστικής περιόδου είναι ο τρόπος της κάθε νοικοκυράς, να δείξει την αγάπη της στους καλεσμένους της και στους δικούς της ανθρώπους. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όλα σχεδόν τα Ελληνικά σπίτια, υποδέχονται το νέο έτος, κόβοντας την παραδοσιακή βασιλόπιτα.
Το μελομακάρονο και ο κουραμπιές, σταθερά στις προτιμήσεις μας για όλη την εορταστική περίοδο, και ακολουθούν οι δίπλες, οι μπακλαβάδες ή μπακλαβαδάκια, οι λουκουμάδες, το χριστόψωμο. Κατά τόπους τα έθιμα ποικίλουν και συναντάμε, κι άλλα γλυκά όπως η συκότουρτα (παραλλαγή του Χριστόψωμου ) που φτιάχνουν στην Μακεδονία, Ζακυνθινή κουλούρα, ( κέικ με 15 υλικά) τα πλατσέδα , (παραλλαγή του μπακλαβά) που φτιάχνουν στη Μυτιλήνη, τα σαρίκια που φτιάχνονται στην Κρήτη, τα αυγοκαλάμαρα που φτιάχνονται στη Σίφνο, (παραλλαγή της δίπλας). Πούθε όμως κρατάει η σκούφια των εδεσμάτων που γλυκαίνουν τις γιορτές μας; Ποια είναι η ιστορία τους;
Βασιλόπιτα
Η πρωταγωνίστρια της πρωτοχρονιάς , έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στην Ελληνική παράδοση. Η ιστορία της ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα, όπου οι πρόγονοι μας, έκαναν προσφορές μελίπηκτων και άρτου στους θεούς, για καλή χρονιά και καλή σοδιά. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή προέρχεται από την αρχαία Ελληνική γιορτή των Κρονίων, (και αργότερα των ρωμαϊκών «Σατουρναλίων») που παρέλαβαν οι Φράγκοι. Από τον Μέγα Βασίλειο προήλθε η συνήθεια της τοποθέτησης νομίσματος μέσα στη πίτα και της ανακήρυξης ως «Βασιλιά της βραδιάς» αυτού που το έβρισκε. Ο Μέγας Βασίλειος σύμφωνα με την παράδοση για να επιστρέψει τα τιμαλφή στους δικαιούχους, μη γνωρίζοντας σε ποιόν ανήκει τι, έδωσε εντολή να παρασκευαστούν μικροί άρτοι εντός των οποίων τοποθέτησε ανά ένα των νομισμάτων ή τιμαλφών και τα διένειμε στους κατοίκους την επομένη του εκκλησιασμού.
Κατά άλλο έθιμο, αντί νομίσματος, έβαζαν φασόλι και αυτόν που το έβρισκε τον αποκαλούσαν “φασουλοβασιλιά”. Γλυκές βασιλόπιτες συνήθιζαν κυρίως στα αστικά κέντρα, αλλά και σε αρκετές αγροτικές περιοχές της πατρίδας μας. Τα υλικά ήταν περίπου τα ίδια. Ποίκιλε μόνο, από τόπο σε τόπο και από οικογένεια σε οικογένεια, ο τρόπος διακόσμησής της, «τα γράμματα» όπως έλεγαν. Στολίδια δηλαδή από ζυμάρι, που το καθένα αντιστοιχούσε σε μια ευχή, έναν πόθο ή μια λαχτάρα. Η παραδοσιακή Μικρασιάτικη βασιλόπιτα ήταν πολύ εντυπωσιακή σε εμφάνιση και γεύση. Έμοιαζε με ένα μεγάλο τραγανό πεντανόστιμο μπισκότο στολισμένο με δικέφαλο αετό στη μέση, ενδόμυχο ίσως πόθο και ευχή για εθνική νεκρανάσταση και ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινουπολίτικη πάλι βασιλόπιτα ήταν γλυκιά, φουσκωτή, αρωματισμένη με χίλια δυο μπαχαρικά και έφερε στο μέσον μεγάλο Β, το αρχικό του Άη-Βασίλη, ή το αρχικό του ονόματος του νοικοκύρη, ενώ γύρω χαραγμένα ξόμπλια με το ψαλίδι, παρέπεμπαν σε πουλιά με ανοιγμένα φτερά. Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, συνηθίζεται και η αλμυρή βασιλόπιτα, με κρέας.
Στη Σιάτιστα η παράδοση θέλει δύο πίτες μια αλμυρή και μια γλυκιά. Στη δυτική Μακεδονία αντί για την «πολίτικη» Βασιλόπιτα συχνά η βασιλόπιτα είναι μια τυρόπιτα ή πρασόπιτα. Βασικό όμως κοινό γνώρισμα είναι ότι στο εσωτερικό όλων τοποθετείται νόμισμα, συνήθως κοινό όμως σε ορισμένες περιπτώσεις χρυσό (κωσταντινάτο) ή ασημένιο. Στην ελληνική επαρχία, ανάλογα με το έθιμο, τοποθετείται στο εσωτερικό της βασιλόπιτας μικρό κομμάτι άχυρου, κληματόβεργας ή ελιάς ή, σε κτηνοτροφικές περιοχές, ένα μικρό κομμάτι τυρί, για να φέρουν καλή τύχη στην παραγωγή. Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση , η βασιλόπιτα είναι το γεμισμένο με χρυσό, ψωμάκι που μοίρασε ο μέγας Βασίλειος στους κατοίκους της Καισαρείας, 1500 χρόνια πριν, επιθυμώντας να μοιράσει δίκαια σε όλους τα πλούτη της πόλης, ύστερα από την διάσωση της από τον όσιο Μερκούριο και τους αγγέλους του.
Μελομακάρονο
Οι ετυμολογικές ρίζες του γλυκού που το όνομα του μας φέρνει στο νου τα μακαρόνια, είναι πολύ βαθιές. Φτάνουν μέχρι την αρχαία Ελλάδα. Σαν γλύκισμα του δωδεκαημέρου καθιερώθηκε από τους μικρασιάτες Έλληνες με το όνομα«φοινίκια». Στα λεξικά αναφέρεται ότι η λέξη «μακαρόνι» παράγεται από τη μεσαιωνική ελληνική λέξη «μακαρωνία» (επρόκειτο για νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, όπου μακάριζαν το νεκρό). Η μακαρωνία με τη σειρά της έρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μακαρία», που δεν ήταν άλλο από την ψυχόπιτα, δηλαδή, ένα κομμάτι άρτου, στο σχήμα του σύγχρονου μελομακάρονου, το οποίο το προσέφεραν μετά την κηδεία.
Αργότερα, όταν η μακαρία περιλούστηκε με σιρόπι μελιού ονομάστηκε: μέλι+μακαρία = μελομακάρονο . Τα μικρασιατικά φοινίκια, παρασκευάζονται με αλεύρι, ζάχαρη, πορτοκάλι, αγνό ελαιόλαδο, καρύδια , μυρωδικά (κανέλα , γαρύφαλλο ) και φυσικά καλής ποιότητας μέλι. Σε αρκετά μέρη της Ελλάδας θεωρούν τα μελομακάρονα , ως το γλύκισμα που φέρνει καλή τύχη τη νέα χρονιά στα σπίτια.
Κουραμπιές
Το όνομα της γλυκιάς χιονάτης μπαλίτσας που μοσχοβολάει φρέσκο βούτυρο και ανθόνερο, έχει τις ρίζες του , στην αζέρικη λέξη Qurabiya που συναντάμε ως Kurabiye, στα τούρκικα και φυσικά κουραμπιές στα ελληνικά, που στην κυριολεξία σημαίνει Kuru = ξηρό, ψημένο δύο φορές biye = μπισκότο. Σαν χριστουγεννιάτικο έθιμο, ο κουραμπιές είναι πολλά χρόνια μαζί μας -περισσότερα από το χριστουγεννιάτικο δέντρο, και περισσότερα από τα μελομακάρονα.
Παρότι η λέξη μελομακάρονα έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα, σαν γλυκό το μελομακάρονο ή Φοινίκι, καθιερώθηκε από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Αναφορά για κουραμπιέδες βρίσκουμε στα Χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, αλλά και στο διήγημα του Εμμ. Ροΐδη «Η ιστορία μιας γάτας» (1893). Διαφημίσεις για κουραμπιέδες, βρίσκουμε σε εφημερίδες των αρχών του 20ου αιώνα. Από αυτά προκύπτει ότι το χριστουγεννιάτικο «ψημένο δύο φορές –όπως λέει και το όνομα του – μπισκότο, είναι μαζί μας ως παράδοση και ως γεύση, πάρα πολλά χρόνια.
Δίπλες
Οι μελένιες , τραγανές, δίπλες , κατάγονται από την Πελοπόννησο. Είναι ένα Ελληνικό γλυκό όπου το κύριο συστατικό του είναι λεπτή ζύμη. Η Καλαμάτα και η Μάνη, έχουν μακρά παράδοση στις δίπλες. Η ζύμη διπλώνεται σε διάφορα σχήματα, τηγανίζεται σε καυτό λάδι και στο τέλος εμποτίζεται με σιρόπι. Παραδοσιακά χρησιμοποιείται μέλι αντί για σιρόπι και οι δίπλες αρωματίζονται με κανέλα και προστίθεται ψιλοκομμένο καρύδι. Οι δίπλες μπορεί να έχουν διάφορα σχήματα, αλλά τα πιο κοινά είναι σπιράλ, φιόγκοι και λουλούδια. Η παράδοση θέλει τις δίπλες, να είναι το γλυκό που σερβίρεται συνήθως σε γάμους αλλά σιγά –σιγά εξαπλώθηκαν ως έθιμο και έγιναν και το Ελληνικό γλυκό της πρωτοχρονιάς. Στη Σίφνο, στην Άνδρο, στην Κρήτη, αλλά και σε άλλα νησιά οι δίπλες είναι γνωστές ως «Αυγοκαλάμαρα».