Όλοι έχουμε βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση: είστε σε ένα πάρτι ή κάποια άλλη κοινωνική συγκέντρωση (κυρίως στις προ-COVID εποχές), μιλάτε με κάποιον για περίπου 20 λεπτά, αλλά ουσιαστικά η συζήτηση έχει ήδη λήξει από τα πρώτα δέκα. Και παρόλα αυτά, συνεχίζει να σας μιλάει. Όσο και να προσπαθείτε να βρείτε μία ευγενική διέξοδο από τον μονόλογο αυτό, δεν μπορείτε να βρείτε μια λύση που να σας ικανοποιεί. Κατά συνέπεια, επιλέγετε να υποστείτε την βαρετή συζήτηση, καθώς η εναλλακτική (να λήξετε εσείς τη συζήτηση ή να αποχωρήσετε) θα σας κάνει να φανείτε αγενείς.

Όλοι υποψιαζόμαστε ότι η παραπάνω κατάσταση αποτελεί συχνό φαινόμενο, και τώρα, επιτέλους έχουμε και τα επιστημονικά δεδομένα για να στηρίξουμε τις υποψίες μας! Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο site του περιοδικού Proceedings of the National Academy of Sciences των ΗΠΑ (για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να διαβάσετε τη δημοσίευση εδώ) οι συζητήσεις μας σπάνια τελειώνουν όταν θέλουμε να τελειώσουν. Μόλις το 2% των συζητήσεων μας λήγουν σε σημείο, όπου και οι δύο ομιλητές θα ήθελαν ολοκληρώσουν τη συζήτηση.


Η μελέτη χωρίζεται σε 2 σκέλη, που λειτουργούν συγκριτικά και οι ερευνητές εξέτασαν τις διαφορές ανάμεσα στο πόσο μεγάλες σε διάρκεια είναι οι συζητήσεις μεταξύ 2 ατόμων και στο πόση διάρκεια θα έπρεπε έχει η συζήτηση ιδανικά, κατά τη γνώμη του καθενός από τους συμμετέχοντες. Τα αποτελέσματα ήταν άκρως ενδιαφέροντα. Έμπνευση για τη μελέτη αποτέλεσαν τα πάρτι στα οποία πήγαινε ο βασικός ερευνητής, Adam Mastroianni, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, και τα οποία τον έφερναν σε δύσκολη θέση. Σε συνέντευξή του δήλωσε, πώς ο προσωπικός του “φόβος” (πώς να απεμπλακεί από συζητήσεις χωρίς να φανεί αγενής) αποτέλεσε το κίνητρο πίσω από την έρευνα, καθώς αναρωτήθηκε “μήπως δεν είμαι ο μόνος που νοιώθει έτσι; Μήπως κι άλλοι παρατείνουν συζητήσεις γιατί κατά λάθος πιστεύουμε ότι και ο άλλος θέλει να συνεχίσει να μιλάει, ενώ στην πραγματικότητα η όλη κατάσταση είναι εξίσου άβολη και για τους δύο;”. Όπως φάνηκε, η υποψία του κ Mastroianni είχε βάσεις.

Η πρώτη μελέτη είχε δείγμα 806 συμμετεχόντων, από τους οποίους ζητήθηκε να θυμηθούν την πιο πρόσφατη τους συζήτηση με κάποιον. Για 80% των συμμετεχόντων αυτό αφορούσε μια συζήτηση με σύντροφο, φίλο ή μέλος της οικογένειας και πάνω από 66% των ερωτηθέντων απάντησε ότι, όντως υπήρξε σημείο στη συζήτηση όπου οι ίδιοι ένοιωσαν ότι, είτε θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η συζήτηση, ή ευχήθηκαν να είχε ολοκληρωθεί. Η ίδια έρευνα κατέδειξε ότι τα άτομα που ένοιωθαν έτσι αλλά δεν έληξαν τη συζήτηση, δεν “ευχαριστιούνται” εξίσου την διαδικασία της συζήτησης, σε αντίθεση με όσους επέλεξαν να σταματήσουν τη συζήτηση σε σημείο όπου ένοιωθαν άνετα (σε μια κλίμακα 1-7 οι πρώτοι δήλωσαν 4.7/ 7 σε ό,τι αφορά την ευχαρίστησή τους, ενώ οι δεύτεροι 5.66/7).

Η δεύτερη μελέτη, είχε 252 συμμετέχοντες: από τους συμμετέχοντες ζητήθηκε να χωριστούν σε ζεύγη και να συζητήσουν για διαφορετικές χρονικές περιόδους, από 1 λεπτό ως και 45 λεπτά. Μόλις τα ζεύγη ολοκλήρωσαν τις συζητήσεις τους, τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε ερωτήσεις, ο καθένας μόνος του. Τα αποτελέσματα του δεύτερου σκέλους της μελέτης ήταν σχεδόν ταυτόσημα με αυτά του πρώτου: σχεδόν 68% δήλωσαν ότι υπήρξε ένα σημείο όπου ευχήθηκαν να είχε ολοκληρωθεί η συνομιλία καθώς και ότι η εμπειρία τους ήταν λιγότερο ευχάριστη. Έχοντας τη δυνατότητα να συγκρίνουν και τις δύο πλευρές της αλληλεπίδρασης, οι ερευνητές συγκέντρωσαν στοιχεία γύρω και από το ποια θεωρούσε ο κάθε συμμετέχων ότι θα ήταν η ιδανική διάρκεια της συζήτησης. Έτσι μπόρεσαν να υπολογίσουν ότι οι συμμετέχοντες εκτίμησαν λανθασμένα την διάθεση του συνομιλητή τους να συνεχίσει να μιλά κατά 63%, υποδηλώνοντας ότι δεν είχαν σχεδόν καμία ιδέα για τις επιθυμίες του συνομιλητή τους, κατά τον Mastroianni. Και που οφείλετε αυτό; Ο ερευνητής πιστεύει ότι  η τάση να είμαστε κοινωνικά ευγενείς μπορεί να είναι στον πυρήνα της αδυναμίας να διακόψουμε μια συζήτηση. Ο κ  Mastroianni  παρομοιάζει την όλη κατάσταση σαν την οδήγηση ενός αυτοκινήτου. Η δυνατότητα να στρίψει κάποιος είναι πάντα διαθέσιμη στον οδηγό, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να στρίψει σε όποια στιγμή θέλει. Πρέπει να λάβει υπόψη του, τόσο το δρόμο όσο και τους άλλους οδηγούς, ώστε να μην προκαλέσει σύγκρουση.

Αλλά τα σημεία όπου όλοι αυτοί οι παράγοντες ταυτίζονται δεν είναι απαραίτητα πάντα συχνά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις συζητήσεις: ναι μεν υπάρχουν σημεία όπου η απεμπλοκή μας από μια συζήτηση θα μπορούσε να γίνει εύκολα/ άνετα, αλλά αφενός αυτά τα σημεία δεν είναι συχνά, αφετέρου τις περισσότερες φορές οι εξωτερικές συνθήκες μας περιορίζουν/ εμποδίζουν από το να προχωρήσουμε. Πώς θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε μια ανάλογη κατάσταση; Παρακάτω είναι κάποια tips που μπορεί να βοηθήσουν να απεμπλακείτε από μια συζήτηση, μειώνοντας τις πιθανότητες να χαρακτηριστείτε ως αγενείς:

  • Πείτε στο συνομιλητή σας ότι πρέπει να φύγετε, αλλά πριν αποχωρήσετε φροντίστε να κάνετε μια θετική δήλωση σχετικά με την αλληλεπίδρασή σας με το συνομιλητή σας
  • Αν κάποιος παραπονιέται για ένα συγκεκριμένο ζήτημα στη ζωή του, κάνοντάς σας να μην νοιώθετε άνετα , ένας τρόπος να αποφύγετε περαιτέρω συζήτηση είναι να απαντήσετε ότι ελπίζετε να βελτιωθεί, η όποια κατάσταση τον απασχολεί και να αλλάξετε θέμα
  • Συχνά ο συνομιλητής μας μπορεί να μας δώσει μη-λεκτικά σημάδια ότι δεν θέλει να συνεχίσει τη συζήτηση: ένα πολύ συχνό σημάδι είναι η αποφυγή απευθείας επαφής με τα μάτια ή το λεγόμενο “eye rolling” (να γυρίζει κάποιος τα μάτια του προς τα επάνω)
  • Η αποφυγή απάντησης σε μία απευθείας ερώτηση ή η προσπάθεια συχνών αλλαγών θέματος μπορούν να είναι επίσης ενδείξεις ότι η συζήτηση έχει φτάσει σε τέλμα.

Σε περίπτωση που δεν είστε σίγουροι αν θα έπρεπε να αποχωρήσετε, οι ειδικοί προτείνουν να αποχωρείτε νωρίτερα από συζητήσεις, φροντίζοντας πάντα να ξεκαθαρίσετε ότι θα χαρείτε να ξαναμιλήσετε σε μελλοντική στιγμή. Με αυτόν τον τρόπο αποφεύγετε τόσο να προσβάλλετε κάποιον, αλλά και την πιθανότητα να γίνει δυσάρεστη η συνομιλία για έναν από τους δύο (ή και τους δύο).

Πολλά από τα παραπάνω είναι ίσως αυτονόητα για πολλούς αλλά η καθημερινότητα συχνά μας κάνει να μην δίνουμε σημασία στις λεπτομέρειες, γεγονός που μπορεί να μας κάνει να φανούμε αγενείς ή φορτικοί χωρίς πρόθεση. Τα ευρήματα και συμπεράσματα της έρευνας μπορούν να βοηθήσουν να αποφύγουμε μια δυσάρεστη κατάσταση, αλλά και να βελτιώσουμε την καθημερινή επικοινωνία μας με φίλους και γνωστούς, με το να γίνουμε καλύτεροι συνομιλητές.