Για πολλούς από εμάς, η στιγμή όπου αφήνουμε πίσω μας την ημέρα και προσπαθούμε να περάσουμε από την φάση της δραστηριότητας σε αυτήν της ξεκούρασης και χαλάρωσης που είναι ο ύπνος, είναι δύσκολη. Κάποιοι ζούμε σε μια μόνιμη αντίθεση: τις ώρες της ημέρας που πρέπει να είμαστε ξύπνιοι νυστάζουμε και όταν πρέπει να κοιμηθούμε είμαστε με το μάτι γαρίδα, που λένε. Άνετα θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε βασανιστήριο, αλλά επειδή δεν είμαστε drama queens θα το ονομάσουμε “μια κουραστική ασυμφωνία μεταξύ σωματικού και εγκεφαλικού ρολογιού”, η οποία όμως είναι εξαντλητική: “παλεύεις” για να καταφέρεις να κοιμηθείς, και όταν πρέπει να ξυπνήσεις, παραδοσιακά κουρασμένος, το να αφήσεις πίσω σου το μαξιλάρι είναι το τελευταίο πράγμα που θες να κάνεις.
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: αν θέλουμε να κοιμόμαστε καλύτερα, πρέπει να πάψουμε να αντιλαμβανόμαστε τον ύπνο σαν ένα “αναγκαίο κακό”. Σύμφωνα με έρευνα του 2016, το ποσοστό ατόμων που ζουν με την αϋπνία ή εκτεταμένες δυσκολίες ύπνου κυμαίνεται από 10% έως και 30% του πληθυσμού, ανάλογα με τη χώρα. Για αυτό το λόγο, είναι ακόμα πιο σημαντικό να αλλάξουμε αντίληψη σχετικά με τον ύπνο και αντί να προσπαθούμε ενεργά να κοιμηθούμε (με το ζόρι να αντιπαλευόμαστε τα συμπτώματα) ίσως θα ήταν καλύτερο να πάψουμε να αντιστεκόμαστε στον ύπνο, αποδεχόμενοι όχι μόνο τα σωματικά του οφέλη αλλά και την ευρύτερή του σημασία στην ευημερία μας.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο, που συμπεριλάμβανε 30.000 συμμετέχοντες, κατέληξε ότι αυξάνοντας τον ύπνο τους, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 4 ετών, απέφερε στους συμμετέχοντες παρόμοια οφέλη στο αίσθημα ευτυχίας τους, με 8 εβδομάδες ψυχοθεραπείας ή με το να κερδίσει κάποιος το λαχείο. Αντιθέτως, η στέρηση ύπνου μειώνει τα επίπεδα ευτυχίας καθώς επηρεάζει αρνητικά τη συνολική διάθεση του υποκειμένου, αλλά και ενισχύοντας την επιθετικότητα, την έλλειψη προσοχής και την αδυναμία μνήμης.
Όλα αυτά είναι λογικά και σχεδόν αυτονόητα, αλλά παρόλα αυτά ακόμα δεν κοιμόμαστε αρκετά, παρότι ξέρουμε ότι μπορεί να μας επηρεάζει. Γιατί άραγε; Οι λόγοι είναι πολλοί: προβλήματα υγείας, άγχος από τη δουλειά ή την οικογένεια, κακές συνήθειες ύπνου (πλέον στις ΗΠΑ οι κακές συνήθειες ύπνου έχουν “ονομάστε” poor sleep hygiene και το CDC έχει οδηγίες καταπολέμησης τους) ή ακόμα και το γεγονός οτι έχουμε παιδιά σε μικρή ηλικία, όλα αυτά μπορεί να συνεισφέρουν στο να έχουμε καλό ύπνο. Και σαν να μην ήταν αρκετά ΟΛΑ τα παραπάνω, οι ειδικοί έχουν εντοπίσει ότι έχουμε και ένα επιπλέον εμπόδιο, το οποίο το φέρουμε εσωτερικά και έχουν ονομάσει “bedtime procrastination”, κοινώς αναβλητικότητα που μας πιάνει την ώρα που κανονικά θα έπρεπε να ετοιμαζόμαστε για ύπνο.
Συνήθως συμβαίνει όταν είμαστε στη μέση κάποιας εργασίας ή δραστηριότητας που δεν θέλουμε να διακόψουμε, παρά το γεγονός ότι ξέρουμε ότι είναι αργά και θα το μετανιώσουμε το πρωί. Πρόκειται για πολύ κοινό φαινόμενο και σύμφωνα με τους ερευνητές είναι υπεύθυνο για το γεγονός ότι σχεδόν το 1/3 των ενηλίκων κοιμούνται λιγότερες από 6 ώρες το βράδυ κατά μέσο όρο, ενώ 40% των ερωτηθέντων απάντησαν ότι πιστεύουν ότι δεν κοιμούνται επαρκώς και ότι νιώθουν την κόπωση κατά τη διάρκεια της ημέρας, τουλάχιστον 3 με 4 φορές την εβδομάδα.
Μια ιδιαίτερη (και περίεργη) εκδοχή του παραπάνω φαινομένου έχει παρατηρηθεί τον τελευταίο χρόνο και οι ειδικοί την έχουν σχετίσει άμεσα με τις συνέπειες της πανδημίας: έχει και ενδιαφέρον όνομα, καθώς ονόμασαν αυτή τη συμπεριφορά “revenge bedtime procrastination” (σε ελεύθερη μετάφραση “εκδικητική αναβλητικότητα ύπνου”, που όσο να’ναι ακούγεται κάπως αστείο, αλλά δυστυχώς έχει βάση). Σε αυτή την περίπτωση, κάποιοι από εμάς αναβάλλουν το να κοιμηθούν, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, ως μια “πράξη αντίστασης” στο ίδιο τους το σώμα (κοινώς το σώμα μας θέλει να κοιμηθεί, αλλά επειδή νιώθουμε ότι δεν έχουμε κάνει αρκετά πράγματα/ αξιοποιήσει επαρκώς την ημέρα μας, λόγω των συνθηκών προφανώς, αντιστεκόμαστε ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό).
Είναι λογικό, ειδικά αν σκεφτούμε ότι οι άνθρωποι γενικά αντιδρούν αρνητικά στις “διαταγές” από όπου και να προέρχονται, ακόμα και από το ίδιο τους το σώμα. Αυτό έχει να κάνει βέβαια και με το πώς μας έχει επηρεάσει συνολικά η απώλεια ελέγχου που νιώθουμε όλοι τον τελευταίο 1,5 χρόνο. Το αίσθημα ελέγχου της προσωπικής μας ζωής είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ψυχική μας ισορροπία και υγεία, και είναι εμπεριστατωμένο πλέον ότι αν νιώσουμε ότι αυτός ο έλεγχος χάνεται, μειώνεται αναλογικά και το επίπεδο ικανοποίησής/ ευτυχίας μας. Με δεδομένο ότι η λειτουργία του ύπνου είναι μια από αυτές που πιστεύουμε οτι μπορούμε να ελέγξουμε, με το να αγνοούμε την κοινή λογική που μας λέει οτι πρέπει να κοιμηθούμε, ασκούμε “έλεγχο” και αυτό μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα (μέχρι να ξυπνήσουμε το πρωί και να το μετανιώσουμε).
Το γεγονός ότι όλη αυτή η διαδικασία συμβαίνει χωρίς καν να το σκεφτούμε αποδίδεται μάλλον στο ότι κινείται από το ασυνείδητο μέρος του εγκεφάλου μας: και άρα εκεί πρέπει να βασιστούμε για να την ανατρέψουμε. Με το να “ενεργοποιήσουμε” το λογικό κομμάτι του εγκεφάλου μας μπορούμε να εκλογικεύσουμε τη συμπεριφορά αυτή, και να την οριοθετήσουμε. Αρχικά αναγνωρίζοντας το πρόβλημα (ότι δηλαδή σαμποτάρουμε τον ύπνο μας) και σε δεύτερη φάση, αποφασίζοντας να κάνουμε κάτι για να το διορθώσουμε. Μια τακτική είναι να θέσουμε στόχους στον εαυτό μας και να τους ενσωματώσουμε στην καθημερινή μας ρουτίνα (π.χ. να ορίσουμε μια ώρα ύπνου, αντί να περιμένουμε να νυστάξουμε) και να αναλάβουμε την ευθύνη της απόφασης αυτής (στο πλαίσιο της καλλιέργειας του αισθήματος ανάκτησης ελέγχου).
Και μην ξεχνάτε, μια αντιδραστική κίνηση όπως το revenge bedtime procrastination, μπορεί να εμφανίζεται σε οποιοδήποτε τομέα της ζωής μας που νιώθουμε ότι δεν έχουμε έλεγχο, οπότε καλό είναι να προσπαθούμε να εντοπίζουμε τέτοια σημάδια όσο το δυνατόν νωρίτερα.