“Αυτός με κόλλησε!” λέει ο Γιώργος Αργυροηλιόπουλος ενώ κρατάει στα χέρια του ένα κύβο Ρούμπικ και δεν λέει να τον αφήσει. Πριν από κάνα δυο χρόνια είχα δει μέσα στο μετρό τον Μάκη Παπαδημητρίου να είναι τόσο απορροφημένος προσπαθώντας να λύσει τον κύβο, σε σημείο που να σκέφτομαι πως θα κατέβει σε άλλη στάση.
Με το “καλησπέρα” θυμίζω στον διευθυντή φωτογραφίας του Μαγικού Καθρέφτη, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου αλλά και θα προβληθεί σε 3D στις 4 Φεβρουαρίου σε διανομή Feelgood, το περιστατικό με τον πρωταγωνιστή του φιλμ και ενώνουμε τα νήματα. “Ναι, αυτός μου μετέδωσε το μικρόβιο. Παίρνουμε μέρος μαζί και σε αγώνες (μου δείχνει φωτο στο κινητό ως αποδεικτικό στοιχείο!). Δεν πάω κάπου χωρίς αυτόν. Ειδικά εάν ξέρω πως θα έχει αναμονή, σε καμία τράπεζα, τον έχω πάντα μαζί”.
Το να γυρίσει τώρα μία 3D ταινία στην Ελλάδα, πρέπει να ήταν ο δυσκολότερος κύβος Ρούμπικ που έλυσε ποτέ στην κινηματογραφική του πορεία, αυτή που ξεκίνησε από την Γλυκιά Συμμορία του Νίκου Νικολαίδη (“ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχα σε ταινία σαν β’ βοηθός οπερατέρ”).
“Ήταν μία βουτιά σε αχαρτογράφητα νερά. Γιατί δεν υπάρχει ένα ολοκληρωμένο σύστημα για να το αγοράσεις και να φτιάξεις την ταινία. Ακόμα και ο Cameron για το Avatar χρειάστηκε να φτιάξει το δικό του! Κάναμε ένα άλμα χρονικό αφού περάσαμε από το action που έχει συνδεθεί το 3D, στην κωμωδία που γνωρίζουμε καλύτερα. Το 3D σινεμά δεν έχει ωριμάσει ακόμα στο μυαλό του θεατή που το συνδέει αποκλειστικά με τις εντυπωσιακές ταινίες δράσης. Θέλαμε να δείξουμε πως υπάρχει και άλλος τρόπος να αξιοποιηθεί η τεχνολογία”.
“Τώρα που η τεχνολογία έγινε πιο προσιτή, και με την ευρηματικότητα και το δαιμόνιο μυαλό του κυρίου Αργυροηλιόπουλου, καταφέραμε να το πραγματοποιήσουμε” θα πει ο παραγωγός Γιάννης Ιακωβίδης που έχει ήδη καταφθάσει στο ραντεβού. “Εάν αναλογιστείς πως τέσσερις πέντε χώρες μόνο έχουν κάνει παραγωγή 3D ταινίας είμαστε μια χαρά. Νομίζω πως νωρίτερα ήταν τρομακτικά δύσκολο ως αδύνατο να γίνει κάτι τέτοιο αφού δεν υπήρχε η ευκολία και η προσβασιμότητα στα τεχνικά μέσα, κάμερες, post production κλπ. ή και εάν υπήρχαν ήταν πανάκριβα”.
Οι δυο τους μόλις είχαν δει για πρώτη φορά ολοκληρωμένη την ταινία σε 3D (αφού μέχρι τότε έβλεπαν μόνο κομμάτια και τεστ), μία κωμωδία με ανατρεπτικές παρεξηγήσεις όπου ο Μάκης Παπαδημητρίου βρίσκει έναν καθρέφτη που του πραγματοποιεί κάθε επιθυμία, με την ιστορία να διαδραματίζεται στην αρχαία Σπάρτη και στο σήμερα. Εντυπώσεις;
“Οι εντυπώσεις ήταν πολύ καλές. Προσωπικά τολμώ να πω πως ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Δεν είχαμε καμία ψευδαίσθηση, ούτε ο κόσμος να περιμένει πως θα δει τον Harry Potter ή το Avatar, γιατί δεν είναι και η ιστορία μας τέτοια. Αλλά πραγματικά αισθάνεσαι πως είσαι μαζί με τους ηθοποιούς και είναι ευχάριστη εμπειρία. Νομίζω πως θα την ευχαριστηθούν όποιοι την δουν και 3D αλλά και 2D, γιατί ανεξαρτήτως αυτού είναι μία πολύ καλή ταινία” θα πει ο παραγωγός που πίστεψε ίσως περισσότερο απ’ όλους το project.
“Πρέπει να υπερθεματίσω εδώ λέγοντας πως ο Γιάννης πήρε την απόφαση να κάνουμε την ταινία, να δεσμευτεί δηλαδή απέναντι σε χρηματοδότες, χωρίς να έχει δει ένα καρέ απ΄αυτό που ετοιμάζαμε. Δηλαδή πρώτα είπαμε πως θα ανέβουμε στο βουνό και μετά να δούμε πως θα το κάνουμε! (γέλια)” τονίζει ο διευθυντής φωτογραφίας.
“Είχα εμπιστοσύνη στους υπόλοιπους. Την οποία την έχουν κερδίσει με την δουλειά τους” συμπληρώνει ο παραγωγός, που μαζί με τον Αργυροηλιόπουλο και τον σκηνοθέτη Χρήστο Δήμα γνωρίζονται καλά αφού αποτέλεσαν το team της άκρως επιτυχημένης κωμωδίας “Nήσος”, που ξανασυναντιέται στον Μαγικό Καθρέφτη.
“Όλο αυτό πηγάζει μέσα από μία ανάγκη να κάνεις την υπέρβαση. Γιατί από το 2008, 2009, που άρχισε όλη αυτή η μιζέρια, η κατήφεια -οι ταινίες βέβαια πάντα γίνονταν δύσκολα, ποτέ δεν εύκολα τα πράγματα, εμάς δεν είναι ότι μας βρήκε η κρίση και ξαφνικά πέσαμε από τα σύννεφα- ο κινηματογράφος ήταν μονίμως σε μία κρίση.
Απλά και αυτή την ταινία την είχαμε από καιρό στο νου μας και θέλαμε να την γυρίσουμε, όχι 3D, από το 2010 όταν τελειώναμε τη Νήσο. Είμασταν οι τρεις μας και σκεφτόμασταν ποιο είναι το επόμενο project. Είχαμε τους σεναριογράφους μαζί μας (σημ. Έλενα Σολωμού και Κωστής Παπαδόπουλος) που είχαν το concept στο μυαλό τους χωρίς να μας το έχουν περιγράψει στο χαρτί. Μεσολάβησε ένα διάστημα όπου δεν μπορέσαμε να το ξεκινήσουμε άμεσα αφού ήταν πολύ ακριβή η παραγωγή από τότε. Στην πορεία όμως άρχισα να νιώθω πως φτάνουμε σε ένα αδιέξοδο και με το να μην τολμάμε να κάνουμε κάτι απλά παρατείνουμε το χρόνο που κάποια στιγμή θα μας τελειώσει.
Σε μία πρώτη κουβέντα με τον Γιώργο, μιλώντας μεταξύ σοβαρού και αστείου, έπεσε η ιδέα να κάνουμε ένα τελείως τρελό πράγμα. Κάτι που το ήθελα κι εγώ, να κάνω κάτι “εκτός”. Και εκεί αναφέρθηκε το 3D. Μπήκε και ο Χρήστος στο παιχνίδι και άρχισε να κυλάει σιγά σιγά το πράγμα. Και σίγουρα εγώ ήθελα να έχω δίπλα μου έναν άνθρωπο που να είναι της απολύτου εμπιστοσύνης μου. Πέρα από το καλλιτεχνικό που δεν το συζητάω, μιλάμε και για ξεκάθαρα πρακτικά πραγματα, πως δεν θα βγούμε εκτός προγράμματος χρονικά”.
Αυτό το “πρόγραμα” είχε ιδιαίτερη σημασία για τον Χρήστο Δήμα που είχε έρθει και αυτός για να μπει στη συζήτηση, και να εξηγήσει πόσο σημαντικό είναι ειδικά σε κάτι που δεν έχεις ξανακάνει.
“Αυτή η διαφορά ανάμεσα σε τρεις διαστάσεις και δύο είναι πως χρειάζεσαι τον τετραπλάσιο χρόνο. Δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο εάν δεν έχεις να κάνεις με συνεννοήσιμους συνεργάτες. Είχα την ευτυχία σε όλες τις δουλειές μου να έχω τέτοιους δίπλα μου, αλλά ειδικά εδώ αυτό ήταν πολύ κρίσιμο. Και δεν είναι μόνο το γύρισμα. Μετά έπρεπε να συννενοηθούμε στο post. Το γυρίσμα ήταν επτά εβδομάδες, μεγάλης πίεσης, αλλά εμείς από το Μάη και μετά τρώμε τα μουστάκια μας (όλοι κοιτάζουμε τον Αργυροηλιόπουλο και γελάμε αφού είναι ο μόνος που δεν έχει. “Όπως καταλαβαίνεις, ότι έφαγαν από εμένα!”)
“Χρειάζεσαι άλλη μία ταινία στην πίεση όταν είσαι στο post. Γιατί ήταν πολύ λεπτό σημείο να συμφωνήσουμε προς τα που πηγαίνουμε. Και με τα καλά και με τα άσχημά μας. Έπρεπε να νιώσουμε ασφάλεια ο ένας στη σχέση με τον άλλον, πως κάνουμε ακριβώς την ταινία που είχαμε συμφωνήσει εξ αρχής πως θα κάνουμε. Αυτό που είχα δει στο Pina, την 3D ταινία για τη Pina Bausch και που είχε δώσει κίνητρο και έμπνευση”.
Και πόσο τελικά χρειάζεται να αλλάξει ένας σκηνοθέτης στο story για να κουμπώσει καλύτερα με τις τεχνολογικές απαιτήσεις;
“Πρώτα απ’ όλα άλλο σενάριο διαβάζεις, άλλο σενάριο κάνεις πρόβα, άλλο γυρίζεις, και άλλο σενάριο μοντάρεις. Σε όλη αυτή την διαδρομή, από μόνα τους ο χώρος και ο χρόνος σου δημιουργούν άλλες συνθήκες μέσα στις οποίες πρέπει να κινηθείς και να προσαρμοστείς. Είναι κάτι σύνηθες που δεν σε ξενίζει. Δεν είμαστε σ’ ένα ντεκουμπάζ εντελώς συγκεντρωμένοι όπου δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Το αντίθετο. Και αυτό είναι το ωραίο του πράγματος, η πρόκληση“.