Η ταλαντούχα Αντρέα Μπερλόφ, υποψήφια για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου της βιογραφίας Straight Outta Compton που έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία στην Αμερική, βασίζεται στο graphic novel της Vertigo, γράφει το σενάριο και κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο με αυτή τη γυναικοκρατούμενη και συναρπαστική περιπέτεια για τη μαφία στο περιβόητο Χελς Κίτσεν της δεκαετίας του ‘70.
Πρωταγωνιστούν οι εξαιρετικές Μελίσα ΜακΚάρθι (Θα μπορούσες ποτέ να με συγχωρέσεις;), Ελίζαμπεθ Μος (Η ιστορία της πορφυρής δούλης) και Τίφανι Χάντις (Σαββατοκύριακο με τα κορίτσια).
Σύνοψη
Νέα Υόρκη, 1978. Τα 20 οικοδομικά τετράγωνα με τα ενεχυροδανειστήρια, τους οίκους ανοχής και τα διαβόητα μπαρ ανάμεσα στην 8η Λεωφόρο και τον ποταμό Χάντσον που ανήκουν στην ιρλανδική μαφία και είναι γνωστά ως Χελς Κίτσεν, δεν είναι το πιο εύκολο μέρος να ζει κανείς. Ή το πιο ασφαλές. Όταν τρεις μαφιόζοι μπαίνουν φυλακή, οι γυναίκες τους θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, συνεχίζοντας το «έργο» τους. Πρωτοστατούν στις κομπίνες και αναγνωρίζονται ως άξια μέλη της τοπικής μαφίας.
Οι καιροί αλλάζουν. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις. Επιβιώνεις.
H Κάθι, η Ρούμπι και η Κλερ είχαν αποδεχτεί ότι οι αρχιμαφιόζοι σύζυγοι τους θα τις φροντίζουν και θα φέρνουν τα λεφτά στο σπίτι. Αλλά οι σύζυγοι τους είναι στη φυλακή και τα πράγματα είναι σκούρα. Η γειτονιά δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε. Τα έσοδα έχουν μειωθεί και ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Τα εναπομείναντα μέλη της συμμορίας δεν τους δίνουν χρήματα για να πληρώσουν το νοίκι, να έχουν φαγητό ή να κυκλοφορούν χωρίς φόβο. Αν θέλουν να επιβιώσουν, είναι δική τους υπόθεση.
«Η ταινία έχει να κάνει με ανθρώπους που ποτέ δεν τους έχουν πάρει στα σοβαρά, που συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να χαλαρώσουν και να αφεθούν. Πρέπει να αναλάβουν ευθύνες και δράση» λέει η δημιουργός Αντρέα Μπερλόφ, που κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο. «Αυτό που κινητοποιεί αυτές τις γυναίκες και ο τρόπος που παίρνουν τον έλεγχο είναι συναρπαστικό και κάτι το οποίο όλοι καταλαβαίνουμε. Μπαίνουν στις δουλειές των συζύγων τους και καταλήγουν να τις διευθύνουν καλύτερα και πιο θαρραλέα».
Παρομοίως, η Μπερλόφ δεν παίζει με την ταινία. Μία περιπέτεια με δυνατές πρωταγωνίστριες και γυναίκες σε ρόλους κλειδιά πίσω από την κάμερα, απαιτεί γνώση ενός κινηματογραφικού είδους που δεν συνηθίζει να βάζει τις γυναίκες στην κορυφή. Η ταινία ανατρέπει την κλασική ιστορία μαφίας και της δίνει μία σύγχρονη υφή με πολλή δράση, στυλ και συναρπαστικές ανατροπές.
«Οι ταινίες για τη μαφία είναι από τις αγαπημένες μου» λέει η δημιουργός. «Η ευκαιρία να πω μία ιστορία για αυτές τις τρεις αναπάντεχες αρχηγούς του οργανωμένου εγκλήματος, που ξεκινάνε από το μηδέν και μαθαίνουν όχι μόνο να επιβιώνουν, αλλά αναδεικνύονται σε έναν κόσμο που δεν είναι δικός τους, είναι αναζωογονητική και συναρπαστική».
Η Μελίσα ΜακΚάρθι πρωταγωνιστεί ως Κάθι, μία σύζυγος και μητέρα που κάνει τα πάντα για τους δικούς της ανθρώπους και που αποκτά ό,τι επιθυμεί. Η ΜακΚάρθι ενθουσιάστηκε με την ταινία και το καταιγιστικό, αιχμηρό σενάριο της Μπερλόφ. «Έχει μία λιτότητα στο γράψιμο της που είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Χωράει πολλά σε μία λήψη και αυτός είναι σωστός τρόπος για να ειπωθεί μία τέτοια ιστορία. Όταν τη συνάντησα πρώτη φορά ήταν ξεκάθαρη για το ύφος και το στυλ της ταινίας, τη δύναμη και τη βία χωρίς περιστροφές. Είναι πάντα καλό όταν προσφέρεις κάτι αναπάντεχο στο κοινό».
Για μερικούς, μόνο η σκέψη της ΜακΚάρθι ή της Χάντις θα υπονοούσε ένα διαφορετικό είδος ταινίας απλώς γιατί, παρά το εύρος τους, είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με κωμωδίες. Aυτή η ταινία λειτουργεί διαφορετικά, είτε πρόκειται για τις ηθοποιούς που είναι γνωστές για το χιούμορ τους και τώρα αναλαμβάνουν δραματικούς ρόλους, είτε γιατί μιλάει για γυναίκες αφεντικά στη μαφία, γυναίκες που παίρνουν τα ηνία και μάλιστα τη δεκαετία του ’70.
Για τον χαρακτήρα της Ρούμπι, η Τίφανι Χάντις κλήθηκε να δρομολογήσει την οργή μιας γυναίκας που την υποτιμούν και την προσβάλλουν συνεχώς και που τελικά βρίσκει την ευκαιρία να αποδείξει τι μπορεί να καταφέρει. «Όλοι περνάμε δύσκολες στιγμές στη ζωή και ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιστάσεις έρχονται αναπάντεχες στιγμές φωτός που σπάνε την ένταση» επισημαίνει η Χάντις. «Είναι κομμάτι του να ζεις και να είσαι άνθρωπος. Είναι μια δραματική ταινία και προσωπικά ενθουσιάστηκα που το εξερεύνησα αυτό και θα παρουσιάσω και αυτή την πλευρά μου στη μεγάλη οθόνη».
Η μονίμως ταλαιπωρημένη Κλερ, από την άλλη, στα χέρια της Ελίζαμπεθ Μος, αποφασίζει ότι πέρασε αρκετά και δεν θα ανεχτεί κάτι άλλο. Από κανέναν. Η Μος εξηγεί: «Η Κλερ, η Κάθι και η Ρούμπι δεν είναι υπερηρωίδες ή οι κακές της υπόθεσης. Μου άρεσε γιατί η ταινία έχει να κάνει με τρεις πολύ διαφορετικές γυναίκες που δεν είναι στερεοτυπικές, έχουν τις αδυναμίες και τις δυνάμεις τους. Έχουν ελαττώματα, αλλά είναι αληθινές».
Αυτές οι γυναίκες δεν ήταν ποτέ τους φίλες. Οι σύζυγοι τους ήταν κολλητοί, πίνανε μαζί, υποστήριζε ο ένας τον άλλον και ήταν αφεντικά της μαφίας. Μόνο όταν αποσύρθηκαν εκείνοι, η Κάθι, η Ρούμπι και η Κλερ άρχισαν να συμπεριφέρονται αλλιώς… σαν σύμμαχοι.
Ένα είναι σίγουρο: δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω.
Σε σχέση με το εκτόπισμα των τριών πρωταγωνιστριών και τι προσφέρουν στην ταινία, η δημιουργός λέει: «Η Μελίσα, η Τίφανι και η Ελίζαμπεθ είναι δυνατές και ταλαντούχες και αυτό φαίνεται σε ό,τι κάνουν. Καθεμία με τον τρόπο της βρήκε τη φωνή του χαρακτήρα και του έδωσε μία ζωή πιο γεμάτη από αυτή που είχα στο σενάριο. Η χημεία μεταξύ τους είναι μοναδική».
Η ομάδα της ταινίας ήθελε να κάνει όσα περισσότερα γυρίσματα γίνονταν στην Νέα Υόρκη για να αναπαραστήσει όσο πιο πιστά γίνεται το κλίμα του τέλους της δεκαετίας του ’70 στο Χελς Κίτσεν. Το κοινό θα μεταφερθεί σε ένα μοναδικό μέρος στον χρόνο και στο χώρο με έντονες εικόνες που αιχμαλωτίζουν τον κόσμο του graphic novel της Vertigo, στον οποίο βασίστηκε το σενάριο.
Η Μπερλόφ, που έχει μείνει στη συνοικία αυτή, έκανε εντατική έρευνα για το πώς η οικονομική ανασφάλεια, η αμέλεια της κυβέρνησης και οι αλλαγές στον πληθυσμό δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα που λειτουργεί σαν φόντο στην ιστορία. «Τα πράγματα άλλαζαν, ο παλιότερος ιρλανδικός πληθυσμός που ήταν κυρίαρχος στην εποχή για δεκαετίες άρχισε να πλαισιώνεται από άλλες ομάδες. Δεν ήταν καλή περίοδος για τη Νέα Υόρκη. Η πόλη ήταν χρεωκοπημένη και οι άνθρωποι σε πιο φτωχές γειτονιές ήξεραν ότι δεν τους φρόντιζε κανείς σε αντίθεση με άλλες, πιο πλούσιες γειτονίες, είτε σε ό,τι αφορά τη δημόσια εκπαίδευση είτε ακόμα και τη συλλογή απορριμμάτων. Οι άνθρωποι ένιωθαν απειλή και νομίζω ότι μεγάλο κομμάτι της βίας ξέσπασε όταν προσπάθησαν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους» λέει η δημιουργός.
Χαρακτήρες και χαρακτήρες
«Οι άνθρωποι υποτιμούσαν τις γυναίκες αυτές. Έπρεπε να βρουν τον δρόμο τους μόνες τους και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και ήταν ένα σημαντικό ταξίδι για αυτές» λέει η δημιουργός.
Η ΜακΚάρθι συμπληρώνει: «Ξέρουν ότι καμία δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της και να αναλάβει από εκεί που σταμάτησαν οι σύζυγοι τους, αλλά οι τρεις μαζί έχουν μία ευκαιρία».
Ανάμεσα τους, η ΜακΚάρθι έχει τον καλύτερο γάμο, τον μόνο που είχε αμοιβαίο σεβασμό και αγάπη και είναι η μόνη που στεναχωριέται που ο σύζυγος της Τζίμι μπαίνει φυλακή. «Η Κάθι ήταν καλά με τη ζωή της» εξηγεί η ΜακΚάρθι. «Είναι αφού φύγει ο Τζίμι που πρέπει να επαναπροσδιορίσει ποια είναι και τι μπορεί να κάνει. Πιέζεται από ανάγκη να βρεθεί σε μία θέση εξουσίας και τελικά συνειδητοποιεί ότι της αρέσει να είναι επικεφαλής. Είναι μία έξυπνη γυναίκα που ποτέ δεν της επιτράπηκε να αναλάβει κάτι και μετά αποδεικνύεται ότι το κάνει πολύ καλά και περηφανεύεται για αυτό. Επίσης, νιώθει ότι μπορεί να κάνει θετική αλλαγή στις ζωές των ανθρώπων στη γειτονιά και αυτό της δίνει τη δυνατότητα να μη βλέπει το επίπεδο της βίας και του εγκλήματος».
H ΜακΚάρθι θεωρεί ότι η Κάθι και ο Τζίμι, που υποδύεται ο Μπράιαν ντ’ Άρσι Τζέιμς, μπορεί να πιστεύουν ότι είναι «καλοί άνθρωποι που κάνουν κακά πράγματα. Αλλά ο Μπράιαν παίζει με ανθρωπιά τον ρόλο του».
Ο γάμος της Ρούμπι με τον Κέβιν, που υποδύεται ο Τζέιμς Μπατζ Ντέιλ, είναι μια άλλη ιστορία. Όποια κι αν ήταν η αρχική έλξη μεταξύ τους, το πάθος έχει ξεφουσκώσει και τώρα την απατά κι εκείνη δεν νοιάζεται. Εντωμεταξύ, η Χάντις αποκαλύπτει ότι τον παρακολουθούσε στη δουλειά. «Η Ρούμπι πρόσεχε τα πάντα από στρατηγική. Μελέτησε, έμαθε πώς λειτουργούν τα πράγματα. Αλλά ήταν πολύ προσεχτική και δεν ρώταγε μπροστά τους, πιο πολύ παρακολουθούσε στο παρασκήνιο».
«Η Ρούμπι θέλει να ζήσει όσο καλύτερα γίνεται» συνεχίζει η Χάντις. «Θέλει να νιώσει δυνατή και έχει πάρει τον έλεγχο της κατάστασης της. Σαν γυναίκα της δεκαετίας του ’70 είναι δύσκολο, σαν μαύρη στο Χελς Κίτσεν έχει πολλά να αντιμετωπίσει ούτως ή άλλως, οι άλλοι της λένε συνέχεια τι να κάνει και δεν έχει λόγο στα πράγματα».
Η ποινή του Κέβιν βγάζει το τελευταίο εμπόδιο από τα πόδια της Ρούμπι. Ο πρώην αρχηγός της συμμορίας μπορεί να νομίζει ότι εκείνη αναλαμβάνει για λίγο και ότι όταν θα επιστρέψει θα τα βρει όλα όπως τα άφησε, αλλά κάνει λάθος.
Ανάμεσα στις τρεις γυναίκες, η Κλερ ήταν η πιο άτυχη, αφού παντρεύτηκε τον βίαιο Ρομπ, που υποδύεται ο Τζέρεμι Μπομπ. «Κάποτε εκείνος μπορεί να είχε κάτι γοητευτικό» λέει η Μος. «Μπορεί να υποψιαστείς γιατί τον αγάπησε στην αρχή, αλλά μετά έγινε βίαιος. Η ζωή της δεν πήγε όπως το φαντάστηκε».
Για την Κλερ, η φυλάκιση του Ρομπ είναι σαν εικονικές διακοπές από τον κύκλο με τις μελανιές και τα μαυρισμένα μάτια από τα οποία ούτε οι καθημερινές προσευχές δεν μπορούσαν να την προστατεύσουν. Η αλλαγή της, για τον λόγο αυτό, είναι ίσως η πιο δραματική. Παρ΄ όλα αυτά, η Μος πιστεύει ότι ο σπόρος για τη μεταμόρφωση της Κλερ είχε μπει εδώ και καιρό. «Νομίζω ότι στην αρχή της έκανε εντύπωση όλο αυτό που κατάφερε, αλλά είναι και κάτι που της βγήκε θετικά».
Η Κλερ ενστερνίζεται το καινούριο της στάτους με αυτοπεποίθηση. «Δίνει χαρά να τη βλέπεις να αλλάζει. Όσο μπερδεμένη κι αν είναι, είναι η ιστορία μιας γυναίκας που βρίσκει τη δύναμη της με τον μόνο τρόπο που μπορεί» λέει η Μος. «Ήταν σημαντικό να μη φανεί η Κλερ σαν ένα ντροπαλό άτομο στο παρασκήνιο που έγινε ξαφνικά φονιάς. Είχε θυμό και δύναμη μέσα της, κάτι που την έκανε έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα. Για πολλές γυναίκες που υπόκεινται βία, δεν υπάρχουν πολλές επιλογές. Δεν ξέρουν πώς να βγάλουν χρήματα, δεν ξέρουν πώς να φύγουν».
Για την επιλογή των ηθοποιών στους ρόλους των συζύγων, η Μπερλόφ λέει: «Ήταν μία πρόκληση. Αυτοί οι ηθοποιοί όχι μόνο είχαν να ενσαρκώσουν τους χαρακτήρες τους, αλλά και να είναι τα τέλεια ισοδύναμα, γιατί οι δυναμικές αυτών των σχέσεων ορίζουν το μονοπάτι που τελικά θα πάρουν αυτές οι γυναίκες. Ο Μπράιαν, ο Τζέιμς και ο Τζέρεμι ήταν καταπληκτικοί. Έδωσαν φοβερή ενέργεια, δριμύτητα και συναίσθημα σε αυτούς τους περίπλοκους χαρακτήρες».
Καθώς η Κλερ, η Ρούμπι και η Κάθι αναρριχώνται στην ιεραρχία, μερικοί τις υπερασπίζονται και άλλοι όχι. Υπέρ τους είναι ο Γκάμπριελ, που υποδύεται ο Ντόμναλ Γκλίσον. Ένας πληρωμένος δολοφόνος που εξολοθρεύει τους στόχους του ολοκληρωτικά… Δεν έχει θέμα με την αλλαγή φρουράς στο Χελς Κίτσεν και το νέο τρίο τον προσλαμβάνει αμέσως.
Ο Γκάμπριελ μάλιστα τρέφει αισθήματα για την Κλερ και τώρα βρίσκει την ευκαιρία να τα εκφράσει. «Δεν τον κρίνει για αυτό που κάνει. Της προκαλεί το ενδιαφέρον η δουλειά του και αυτό είναι κάτι που μοιράζονται. Είναι ένα παράξενο ζευγάρι, στον δικό τους κόσμο και είναι ισότιμοι» λέει ο Γκλίσον. Δεν είναι ο σωτήρας της, αλλά περισσότερο ο μέντορας της. «Η Κλερ θα τα κατάφερνε και χωρίς αυτόν, αλλά τη βοηθάει να φτάσει πιο γρήγορα. Δεν έχει πολλούς έμπιστους γύρω της ή κάποιον να της πει ότι είναι καλή σε κάτι» εξηγεί ο ηθοποιός.
«Δεν λέει πολλά» επισημαίνει η δημιουργός. «Ήξερα ότι ο Ντόμναλ θα ήταν ικανός να επικοινωνήσει πολλά χωρίς να μιλάει. Έχει απίστευτο βάθος».
Εντωμεταξύ, στον αντίποδα βρίσκεται ο πράκτορας Γκάρι Σίλβερς του FBI, που υποδύεται ο ράπερ Common. «Για να είσαι πράκτορας του FBI πρέπει να είσαι έξυπνος. Πρέπει να έχεις το μυαλό και να ξέρεις να χειρίζεσαι διαφορετικές καταστάσεις και για να είσαι μαύρος πράκτορας τη δεκαετία του ’70 έπρεπε να δουλέψεις σκληρά για να καθιερωθείς. Ο πράκτορας Σίλβερς ήταν επικεντρωμένος σε αυτό και αποφασισμένος να κάνει σπουδαία δουλειά. Αλλά έχει ένα κομμάτι που είναι άπιαστο. Είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας».
Η έρευνα του Σίλβερς ήταν αυτή που οδήγησε στη φυλάκιση του Τζίμι, του Ρόμπι και του Κέβιν. Ήταν ένας θρίαμβος για την υπηρεσία, αλλά δεν κατάφερε να βάλει τέλος στην εγκληματικότητα της περιοχής. Ο Σίλβερς ξέρει ότι ήταν απλώς ένα πρώτο βήμα σε μία μεγάλη μάχη.
Όπως υπονοεί και ο τίτλος της ταινίας, η δημιουργός καταλήγει στα μηνύματα της ταινίας: «Τι θέση έχουν οι γυναίκες; Τι ευκαιρίες έχουν και τι τους επιτρέπεται; Για μένα, αυτή ήταν μία ενδιαφέρουσα συζήτηση που ήταν μέρος ενός μεγαλύτερου, συναρπαστικού δράματος. Νιώθω τυχερή που έχω δουλέψει για ταινίες που είναι διασκεδαστικές, αλλά έχουν και μήνυμα. Ελπίζω το κοινό να εμπλακεί και να περάσει καλά στο σινεμά και μετά, ίσως, να έχει να μιλήσει για κάτι, όταν πάει σπίτι» λέει η Μπερλόφ.