Αυτές τις ημέρες διεξάγεται το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, ‘Νύχτες Πρεμιέρας‘, στο οποίο έχουμε δει πολλές αξιόλογες ταινίες και ντοκυμαντέρ. Μία από τις ταινίες που παρακολουθήσαμε ήταν η πολλά υποσχόμενη βρετανική ‘Censor‘ (ελλ. «Η Λογοκρίτρια» 2021) η οποία «στις καθυστερήσεις» δεν κατάφερε να φτάσει τις προσδοκίες που έθεσε.
Η ταινία της Πράνο Μπέιλι-Μποντ υπόσχεται μία ‘έκπληξη’ η οποία θα υπονομεύσει το αντρικό βλέμμα και θα δώσει χώρο στην συζήτηση για τις δολοφονίες γυναικών στο genre του horror, που έχει την τάση να τις σκοτώνει ως εύκολη λεία χάριν της ψυχαγωγίας. Η πληροφορία ότι η ταινία έχει γραφτεί από γυναίκες δημιουργούς, ήταν πολύ αναζωογονητική, σε ένα είδος που έχει βασιστεί κατά κόρον στο λεγόμενο ‘male gaze‘ (αντρικό βλέμμα), το οποίο παρουσιάζει τις γυναίκες υπό ένα σεξουαλικό πρίσμα. Αυτή ήταν και η υπόσχεση με την οποία ξεκινάει η προβολή του film που έκανε την πρεμιέρα του στη χώρα μας μέσω του φεστιβάλ.
Το ‘Censor’ ξεκίνησε πολύ δυναμικά. Πρωτότυπη αλλά ταυτόχρονα πλήρως εναρμονισμένη με την εποχή των 80s στην οποία τοποθετείται, είχε όλα τα ‘φόντα’ να κάνει κάποια ηχηρά σχόλια για σημαντικά ζητήματα. Μεταξύ τους, η λογοκρισία στην τέχνη εξαιτίας του συντηρητισμού (τοποθετημένη στην θατσερική Αγγλία), ένα πολύ φλέγον θέμα των ημερών μας. Ενώ στην αρχή η ταινία φαίνεται να στηλιτεύει διακριτικά το ζήτημα της λογοκρισίας στο σινεμά, καταλήγει μάλλον να το υποστηρίζει, δεδομένου του – αψυχολόγητου – τέλους της ταινίας.
Τι ήθελε, τελικά, να πει η ταινία; Αρχικά, φαίνεται να αντικρούει την αφήγηση ότι οι βίαιες ταινίες μπορούν να επηρεάσουν τους θεατές και να τους οδηγήσουν σε βία. Ισχυρισμός ο οποίος έχει απορριφτεί από τους σύγχρονους ψυχολόγους. Ωστόσο, το τέλος της ταινίας, όπου (μικρό spoiler-alert) η πρωταγωνίστριά μας, επηρεασμένη από τις αλλεπάλληλες σκηνές τις οποίες παρακολουθεί, καταλήγει η ίδια να προκαλεί ένα ιδιαιτέρως gore επιθετικό επεισόδιο.
Γιατί οι άντρες δημιουργοί στο σινεμά απολαμβάνουν τόσο να σκοτώνουν γυναίκες on camera; Γιατί τα εύκολα θύματα στα περισσότερα horror films, blockbuster ή και indies, είναι συνήθως αναλώσιμες γυναίκες με ελάχιστο βάθος; Η πρωταγωνίστριά μας, η Enid, (ρόλο που ερμηνεύει με επιτυχία η Ιρλανδή Niamh Algar) κάνει την νύξη. Σχολιάζει πως οι άντρες δημιουργοί προβάλουν τον μισογυνισμό και τις ανασφάλειές τους στις ταινίες τους, σχόλιο που «σηκώνει» μεγάλη συζήτηση. Εκεί που υπήρχε η ιδανική ευκαιρία να ανοίξει η συζήτηση αυτή για τις «θυσίες» των γυναικών και την αποτύπωσή τους στα θρίλερ, η ταινία ξαφνικά παίρνει άλλη στροφή. Μετατρέπεται σε ένα splatter b-movie με cult αισθητική, το οποίο όμως αποτυγχάνει να μεταφέρει την ατμόσφαιρα αυτή. Αφενός γιατί πρόκειται για μία σύγχρονη παραγωγή και αφετέρου γιατί γίνεται επιτηδευμένα.
Οι κινήσεις της πρωταγωνίστριας, που μέχρι τώρα φάνηκαν να κινούνται στα πλαίσια της λογικής, αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες για ένα έγκλημα του παρελθόντος, γίνονται ξαφνικά αποκύημα μίας τρέλας. Εκεί είναι που η ταινία πέφτει στην παγίδα να χρησιμοποιήσει το καθόλου φεμινιστικό στερεότυπο της πρωταγωνίστριας η οποία «τα χάνει», επειδή πέφτει θύμα των συναισθηματισμών της.
Στην περιγραφή της ταινίας διαβάζουμε ότι «[σ.σ. η ταινία] παίζει διαρκώς με τα όρια ανάμεσα στο διασκεδαστικό και το ενοχλητικό, μέχρι να μας οδηγήσει σε ένα από τα ευφυέστερα plot twist που γνώρισε το είδος τελευταία». Ωστόσο, το plot twist στην πραγματικότητα αποτέλεσε ένα αδύναμο cliffhanger ending, το οποίο αποτυγχάνει να φτάσει τις προσδοκίες που είχε θέσει.
Όλο το premise το οποίο χτίζει σταδιακά η ταινία, μετατρέπεται σε ένα βίαιο θέαμα που φαίνεται ότι θέλει προβοκατόρικα να προκαλέσει γέλοιο/εκνευρισμό. Θα μιλούσαμε για ένα πολύ πετυχημένο τέλος, εάν η αιματηρή αυτή κατάληξη είχε κάποια σεναριακή λογική ή προσέφερε κάποιο σχόλιο στα – πολύ ενδιαφέροντα – θέματα με τα οποία καταπιάνεται η ταινία στην αρχή της.
Θα προτείναμε την συγκεκριμένη ταινία; Ναι, εάν δεν είστε οικείοι με τα ανεξάρτητα low-budget θρίλερ των 80s και εάν πάτε στην αίθουσα προετοιμασμένοι για μία ταινία ατμοσφαιρική μεν, επιφανειακά στοχαστική δε.