Ότι «η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της» είναι ένα θέμα, αν μη τι άλλο, εξαντλημένο και πολυφορεμένο. Όμως, όταν είναι ο δικός σου άνθρωπος που ξενιτεύεται, το θέμα αποκτά άλλη διάσταση… Κι εγώ, αυτό, δεν το ήξερα. Έτσι λοιπόν μόλις το ακούς η καρδιά σου αυτόματα χωρίζεται στα δύο. Ισόποσα και με μαθηματική ακρίβεια. Γιατί αν μη τι άλλο, δεν πάει στο Τιμπουκτού, στο Λονδίνο πάει γαμώ το κέρατο μου, στα καλύτερα το κορίτσι μας θα πάει να μείνει, και θα βρει επιτέλους δουλειά και θα σταματήσει να έχει αυτό το οικονομικό αδιέξοδο να την κάνει λυπημένη και είναι εμπειρία ζωής και είναι δοκιμή, και θέλει κότσια και τι τέλεια και όλα θα πάνε καλά, βρε αδερφέ! Στην τελική να δει πάει, δε θα την κρατά σιδηροδέσμια η Θάτσερ, και ένα μεγάλο χειροκρότημα στη φίλη μου που δρα για να πραγματοποιήσει τα όνειρα της.
Κι όλα καλά. Are you following? Χαίρομαι. Από την άλλη μεριά… «Άνοιξε πέτρα για να μπω». Τι θα κάνω εγώ χωρίς αυτήν; Κι αν δεν ξαναγυρίσει ποτέ; Ναι, εντάξει, δεν θα χαθούμε… Skype, viber, messenger, θα κάνει και Facebook επιτέλους, που μου το παίζει twitteroκουλτουρα, όμως, αν εγώ θέλω αγκαλιά; Αν πάθω κάτι; Αν πάθει κάτι; Και που πάει να φύγει η ασφαλιστική μου δικλείδα; Και εγώ ποιον θα έχω σε αυτό το μάταιο κόσμο να είναι εκεί πάντα; Και ναι, εννοώ αυτό το παλιομοδίτικο εκεί που σου χτυπά το κουδούνι κι ανεβαίνει και κάθεται στην πολυθρόνα και σου γεμίζει καπνό το τραπεζάκι του σαλόνιου. Αυτό το «εκεί». Και δάκρυ μαύρο φίλε μου. Ούτε για άντρα τέτοιο δράμα. Καταρχάς έχω σταματήσει να ακούω μουσική. Ξεκάθαρα. Για τρένο λέει, για φευγιό, για χρόνια, για σπίτια εγώ κλαίω. Και μετά φρικάρω. Και δε μου φτάνει η εσωτερική σύγκρουση της διχοτομημένης μου καρδιάς, έχω και το εσωτερικό αυτομαστίγωμα.
-‘’Μπράβο’’, μου λέω, ‘’ωραία φίλη’’. Συγχαρητήρια. Αντί να είσαι μόνο χαρούμενη κλαις για σένα. ΕΕΕΕΕ, για το τομάρι σου κλαις, κορίτσι μου.
-‘’Ναι’’, απαντάω, ‘’αλλά θα κρυώνει αυτή εκεί’’. Και όταν ανοίξει ο καιρός, πως θα είναι χωρίς ούζα αυτή; Πως θα αντέξει χωρίς ποτάρες; Άσε, που ξεχνάει. Αν ξεχάσει που μένει ας πούμε, τι θα κάνει;
Και σε αυτό το σημείο λίγο πριν ξεκινήσει το ψυχωσικό, άκοπα και αβασάνιστα, κατάλαβα. Βλέπεις δεν είμαστε δυο, είμαστε τρεις οι Χάριτες σ αυτό το παρεάκι. Όταν βρέθηκα με την άλλην να κλάψουμε τη μεταναστεύτρια (κανονικό κλάμα, μόνο κονιάκ δε μας βγάλανε και αφού τα ήπιαμε στέλναμε και μηνύματα με στίχους στην κοπέλα, τόση γελοιότητα) αντιλήφθηκα ότι ναι, για ‘μένα κλαίω, και δεν είναι τόσο κακό αυτό. Καταρχάς αγαπάω μανδάμ, κι όποιος αγαπά πονά. Ε, και φοβάμαι λίγο . Είναι αλλαγή και αποφάσισα ότι θα το ζήσω το πένθος μου στο έπακρο (Παρ’το πάνω σου Εύη, χαλάλι) γιατί όταν φύγεις θέλω να έχω να σου στείλω μόνο το θετικό κομμάτι της καρδιάς μου.
Είμαι πολύ περήφανη λοιπόν, για όσους μπορούν να εγκαταλείψουν την μάταιη τούτη χώρα για να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Και αυτό γιατί μας εγκατέλειψε αυτή πρώτη. Δε μπορείς ό,τι μας στερείς σε πρόνοια να το ξοφλάς σε ήλιο, γιατί φυτοζωούμε και μας καταπίνει μια θλίψη απερίγραπτη. Γιατί κάθε μέρα συμβιβαζόμαστε όλο και πιο πολύ. Γιατί μας πούλησαν και ακόμα δεν είμαστε διατεθειμένοι να τα κάνουμε όλα ρημαδιό για να εξασφαλίσουμε τα αυτονόητα. Γιατί καταφέραμε να κοροϊδευόμαστε ότι πρέπει να διατηρήσουμε τα κεκτημένα μας ενώ δεν έχουμε τίποτε μα τίποτε. Φύγε, κορίτσι. Καλό ταξίδι… Σ αγαπάμε.