Κυριακή πρωί στη Βαρκελώνη δίπλα στη θάλασσα.
Ήμουν περίπου 12 χρονών.
Σε ένα κυριακάτικο τραπέζι είχα ακούσει τη θεία μου να μιλάει για τη Βαρκελώνη. Η θεία μου κάθε χρόνο πήγαινε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Ονειρευόμουν ότι θα ήθελα κι εγώ όταν μεγαλώσω να κάνω τουλάχιστον ένα ταξίδι στο εξωτερικό κάθε χρόνο.
Θυμάμαι εκείνο το κυριακάτικο τραπέζι σα να ‘ναι χτες και να ρωτάω ασταμάτητα τη θεία μου για τη Βαρκελώνη, πως ήταν, τι της άρεσε πιο πολύ. Τόσες πολλές ερωτήσεις δεν είχα κάνει σε όλα τα κυριακάτικα τραπέζια μαζί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου.
– Βρε Ειρήνη μου, την έχεις βομβαρδίσει τη θεία σου με τόσες ερωτήσεις!
– Μαμά, θέλω να μάθω τα πάντα για τη Βαρκελώνη, κακό είναι;
– Άσε βρε Λέλα το παιδί να ρωτήσει ότι θέλει κι ελπίζω, Ειρήνη μου να πάμε και παρέα στη Βαρκελώνη για να δούμε μαζί όλη την πόλη δρομάκι- δρομάκι!
– Μακάρι θεία μου! Θα το ήθελα πολύ!
Έφτασε η ώρα που όχι μόνο ταξίδι στο εξωτερικό μπορούσα να κάνω, αλλά να μείνω στη Βαρκελώνη για λίγους μήνες. Εrasmus η απόλυτη ευκαιρία! Εννοείται ότι η θεία μου ήρθε μια βδομάδα και περάσαμε υπέροχα. Πόσο όμορφο να πραγματοποιείται ένα παιδικό σου όνειρο! Πόση ευτυχία κρύβει αυτή η στιγμή!
Ήταν Σάββατο βράδυ κι επέστρεφα από την βραδινή έξοδο σιγοτραγουδώντας ένα ισπανικό τραγουδάκι που μου κόλλησε. Ενώ χαζοχόρευα και σιγοτραγουδούσα, έφτασα στην πόρτα της πολυκατοικίας.
-Παύλο;
Με αγκάλιασε και η αγκαλιά ήταν όπως 3 μήνες πριν στο αεροδρόμιο. Τίποτα δεν άλλαξε.
– Τι κάνεις εδώ;
– Ειρήνη, μου έλειψες και ήρθα να σε δω!
– Δεν είχες λόγο…
– Είχα λόγο, να σε δω.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να πω. Χωρίσαμε λίγο πριν φύγω, γιατί θα έφευγα. Δεν ήθελα να έρθει στο αεροδρόμιο τη μέρα που πετούσα για να μη μας πιάσουν τα ζουμιά και οι ανασφάλειες. Ήρθε τελικά στο αεροδρόμιο. Δεν ήξερα αν ήθελε να είμαστε μαζί και αφού δεν ήξερα αν ήθελε, δεν ήξερα και εγώ. Πολλά τα δεν για να είμαστε μαζί. Πόσο εύκολο είναι να πεις «δεν θέλω» ενώ το θέλεις, αλλά το λες επειδή δεν είσαι σίγουρη. Φταίει που είσαι νέος και έχεις τη ζωή μπροστά σου; Τι είναι αυτό που σε κάνει να νιώθεις σίγουρος; Πολλά τα ερωτηματικά, γι αυτό χωρίσαμε.
Η νύχτα πέρασε και οι κουβέντες μας έλεγαν μόνο όσα είχαν χαθεί στους 3 μήνες. Τα νέα της παρέας, τα νέα της σχολής, τα νέα της ζωής μας από Αθήνα και Βαρκελώνη, χωρίς το ρήμα νιώθω. 3 χρόνια σχέσης, πολλά κοινά σημεία για νέα, κοινή ζωή σχεδόν.
Κυριακή πρωί με το φως να μπαίνει από το παράθυρο και να μας γαργαλάει να ξυπνήσουμε. Πρωινό, χαμόγελα, αστεία λες και ήταν ένα από εκείνα τα όμορφα κυριακάτικα πρωινά στο σπίτι του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
– Πάμε μια βόλτα στη θάλασσα;
– Πάμε θα σε γυρίζω σε όλη τη Barceloneta!
Βγάλαμε τα παπούτσια μας και βυθίσαμε τα πόδια μας στην άμμο, παίζαμε με το κύμα στην άκρη της θάλασσα και αυτό μας έφερε πιο κοντά στο ρήμα νιώθω.
-Πως νιώθεις που είσαι εδώ;
-Ήθελα να σε δω και ήρθα. Αυτό.
-Σε ευχαριστώ, αλλά…
-Ειρήνη, δεν έχει αλλά. Είμαι εδώ. Νιώθω όμορφα. Νιώθεις όμορφα, σωστά;
-Σωστά, αλλά…
-Αλλά τίποτα…
Σταματάω να νιώθω, σταματάω να κοιτάω τα μάτια του και κοιτάω τη θάλασσα. Πιάνει το πρόσωπο μου με τα 2 του χέρια και στρέφει τα μάτια μου στα μάτια του.
– Έχω φανταστεί τη ζωή μου μαζί σου, αλλά…
Άκουσα μέχρι το μαζί σου και ήταν η στιγμή που ένιωσα σίγουρη ότι θέλω να είμαι μαζί του.
– Ειρήνη μου, έχω φανταστεί τη ζωή μου μαζί σου, αλλά όχι τώρα.
Έτσι η στιγμή της σιγουριάς μεταμορφώθηκε σε στιγμή δεν ξέρω τι νιώθω, δεν ξέρω τι γίνεται. Μια υπόσχεση ζωής στο τώρα, αλλά όχι για το τώρα.
Δεν πήγα μαζί του στο αεροδρόμιο και η τελευταία μας αγκαλιά πριν μπει στο λεωφορείο δεν ήταν η ίδια.
Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια ατάκα που ήθελε να γίνει ιστορία!
Εγώ είμαι η Μαρία ή Τσατσάκη όπως με φωνάζουν οι περισσότεροι και είμαι αυτή που γράφει τις ιστορίες.
Άκουσες μια ατάκα που σου άρεσε;
Είπες μια ατάκα που σου άρεσε;
Η ατάκα σου θα γίνει ιστορία για να μείνει στην ιστορία!
Θέλεις να μου στείλεις τη δική σου ατάκα;
www.atakaistoria.gr